Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

Τι είναι αυτό το blog;

Traduttore, traditore - μεταφραστής, προδότης.

Έτσι κι εγώ, προδίνω καθημερινά αυτό που περισσότερο αγαπώ. Μόνο μου ελαφρυντικό η ελπίδα ότι οι καρποί της προδοσίας μου θα αγγίξουν μια χορδή στους αναγνώστες, θα τους απογειώσουν, ίσως θα τους συγκινήσουν αρκετά ώστε να τους δώσουν την αφορμή να γνωρίσουν στο πρωτότυπο όσο περισσότερα βιβλία μπορούν.

Στο blog αυτό μιλάω για τη μετάφραση. Για βιβλία που έχω μεταφράσει, για διλήμματα και επιλογές, για λάθη και παραλείψεις, για ολισθήματα δικά μου και άλλων, για τη φρίκη των ελληνικών υποτίτλων και των φτηνών εκδόσεων, για την απόλαυση μιας εμπνευσμένης απόδοσης. Λίγο απ' όλα, δηλαδή, ένα συνονθύλευμα από αναμνήσεις και εμμονές.

Η ιδέα ενός τέτοιου blog, με προσωπικές εμπειρίες και απόψεις γύρω από τη μετάφραση, τριγυρίζει στο μυαλό μου εδώ και καιρό. Η αφορμή όμως για να την κάνω πράξη ήταν η τελευταία μου δουλειά, η μετάφραση του μυθιστορήματος Ο άνθρωπος που έλεγε ιστορίες του Mario Vargas Llosa. Ήταν τόσα αυτά που ήθελα να πω για την σχέση μου με το βιβλίο, για τη μετάφραση του, για το ίδιο το βιβλίο εντέλει, ώστε σκέφτηκα μέχρι και ν' ανοίξω ένα blog μόνο για το βιβλίο αυτό.

Τελικά αποφάσισα ν' ανοίξω το blog που βλέπετε και να το εγκαινιάσω με την αφήγηση της περιπέτειας της μετάφρασης του παραπάνω βιβλίου. Όταν τελειώσω με αυτό, θα συνεχίσω με άλλα θέματα, μεταξύ άλλων και άλλες μεταφραστικές περιπέτειες.

Δεν ξέρω ποιον μπορεί να ενδιαφέρουν όλα αυτά - ίσως μονάχα έναν άλλον μεταφραστή, ή τίποτε εμμονικούς αναγνώστες. Για να καταλήξατε εδώ, μάλλον ανήκετε σε μια από τις δυο παραπάνω κατηγορίες, επομένως σας αξίζει αυτό που πάθατε.

Καλωσήλθατε λοιπόν και καλή σας ανάγνωση!

Ο ιστορητής - Λέξη, όνομα, τίτλος

Προηγούμενη ανάρτηση: Ο ιστορητής - περιπέτεια μιας μετάφρασης.

Όπως ήδη ανέφερα, κάποια στιγμή στην πορεία της μετάφρασης ένιωσα την ανάγκη να ζητήσω γνώμες τρίτων για την απόδοση της λέξης hablador, μιας λέξης που ο Λιόσα χρησιμοποιεί στο βιβλίο αυτό με τρόπο πολύ ιδιαίτερο.

Hablar στα ισπανικά σημαίνει μιλάω, όπως μπορεί να σας πει κάθε μαθητής που έχει κάνει έστω και δυο μαθήματα. Η λέξη hablador σημαίνει φλύαρος ή ομιλών, στην περίπτωση μας όμως αναφέρεται σε κάτι τελείως διαφορετικό: σε ένα λειτούργημα μιας φυλής ιθαγενών. Ο hablador είναι "ο άνθρωπος που μιλάει", ένας άνθρωπος που ταξιδεύει μέσα στη ζούγκλα, επισκέπτεται τις διάσπαρτες οικογένειες της φυλής και τους αφηγείται - τι ακριβώς; Τα πάντα: αρχαίους μύθους και προχθεσινά κουτσομπολιά, θρησκευτικές παραδόσεις και προσωπικές ιστορίες, μαγικά ξόρκια και συνταρακτικές ειδήσεις. Η λέξη της φυλής για το πρόσωπο αυτό είναι kenkitsatatsirira - "ο άνθρωπος που αφηγείται ιστορίες".

Αφού κατάρτισα πρώτα έναν νοερό κατάλογο πιθανών αποδόσεων - αφηγητής, ομιλητής, ιστορητής, παραμυθάς - χωρίς να αποκλείω τις περιφραστικές εκδοχές, αναζήτησα τις υπάρχουσες μεταφράσεις για να δω τι λύσεις είχαν δώσει οι αλλοδαποί συνάδελφοι. Βρήκα μονάχα δύο, στα αγγλικά και στα γαλλικά, The storyteller και L'homme qui parle αντίστοιχα.

Η γαλλική εκδοχή δεν με συγκίνησε: είναι ίσως καλή για τίτλος, αλλά θα δημιουργούσε πολλά προβλήματα στη ροή του κειμένου. Δεν μπορούσα να φανταστώ προτάσεις όπως "Ε, άνθρωπε που μιλάς, καλωσήλθες!" μου φαίνονταν αφύσικες και αγκυλωμένες. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι τα περιφραστικά-περιγραφικά ονόματα αποπνέουν εξωτισμό, από την άλλη όμως θυμίζουν υπερβολικά τους ινδιάνους της βόρειας Αμερικής με όλους εκείνους τους καθιστούς ταύρους και τους περήφανους αεστούς. Εξάλλου αφού ο συγγραφέας το θέλησε μονολεκτικό, ένιωθα ότι είχα υποχρέωση να προσπαθήσω να βρω κι εγώ μια μονολεκτική λύση. Η περιφραστική εκδοχή ίσως να λειτουργούσε για τον τίτλο, δεν θα λειτουργούσε όμως όπως το ήθελα στη ροή του κειμένου.

Ζήλεψα αντίθετα την τύχη του άγγλου να έχει στη διάθεσή του έναν όρο τόσο εύστοχο, τόσο μεστό, τόσο περιεκτικό και τόσο οικείο ταυτόρχονα - δυστυχώς τα ελληνικά δεν προσέφεραν τέτοια δυνατότητα. Ο παραμυθάς αφηγείται μόνο παραμύθια, όχι ιστορίες γενικώς, κι άλλωστε έχει χρεωθεί τους αρνητικούς συνειρμούς του ψεύτη και του απατεώνα. Ο ομιλητής παραπέμπει σε συνέδριο και ο ομιλών σε παπαγάλο. Ο αφηγητής απέδιδε με αρκετή ακρίβεια αυτό που ήθελε να πει η αρχική λέξη, αλλά μου φαινόταν υπερβολικά πεζό και στεγνό για ένα τόσο εξωτικό και φορτισμένο σημασία λειτούργημα, κι επιλέον έχει επικρατήσει να αναφέρεται είτε στον αφηγητή των μυθιστορημάτων είτε στον αφηγητή των ντοκυμανταίρ - μου έφερνε στο νου τον Κωστάλα να παρουσιάζει καλλιτεχνικό πατινάζ.

Υπήρχε όμως και το ιστορητής, μια λέξη τόσο ξεχασμένη ώστε να έχουμε το δικαίωμα να της προσδώσουμε πλέον άλλο νόημα, γιατί ποιος σύγχρονος αναγνώστης θα θυμηθεί τους ιστορητές του Βυζαντίου που κοσμούσαν τα χειρόγραφα με πλούσιες εικόνες; Αλλά και αν τους θυμηθεί, τόσο το καλύτερο: η ιδέα της ανιστόρησης ως διακόσμησης μου φάνηκε θελκτική, άλλωστε το ρήμα ιστορώ ακόμη και σήμερα σε ορισμένα συγκείμενα σημαίνει στολίζω, πλουμίζω, κι αυτός ο αόριστος συνειρμός που αναπόφευκτα θα γινόταν στα μυαλά ορισμένων αναγνωστών θα έδινε ακόμη μια πινελιά γοητείας στο πρόσωπο της ιστορίας μας. Λεξιπλασία, λοιπόν, ή λεξανάσταση αν θέλετε: εξιστορώ, ανιστορώ, ιστορώ... ιστορητής.

Παρόλα αυτά εξακολουθούσα να αισθάνομαι ανασφάλεια για την επιλογή μου. Ζήτησα λοιπόν τη γνώμη διαφόρων γνωστών και φίλων που ασχολούνται με λογοτεχνία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ως αναγνώστες, μεταφραστές ή συγγραφείς, και εκτιμώ την κρίση τους: αφηγητής ή ιστορητής; Έστειλα σε όλους δυο αποσπάσματα του βιβλίου όπου εμφανίζεται η λέξη και τους ζήτησα να μου πουν ποιο από τα δύο ακούγεται καλύτερο. Οι απαντήσεις μοιράστηκαν: οι μισοί ήταν υπέρ του αφηγητή, οι άλλοι μισοί υπέρ του ιστορητή, με διαφορετικά επιχειρήματα καθένας. Να λοιπόν που τελικά δεν μπόρεσα να αποφύγω την ευθύνη μου: η τελική απόφαση βάρυνε και πάλι εμένα. Διάλεξα τον ιστορητή - μήπως όμως αν όλοι οι φίλοι μου είχαν αποφανθεί υπέρ του αφηγητή θα είχα κάνει κάτι διαφορετικό; Μάλλον όχι. Είχα ήδη κάνει την επιλογή μου, και η δημοσκόπηση ήταν απλώς μια πρόφαση για να κερδίσω χρόνο, την επανεξετάσω και να την επιβεβαιώσω μέσα μου αλλά και απέναντι στους άλλους.

Έτσι λοιπόν ο περουβιανός hablador έγινε ιστορητής:
τίτλος ενός λειτουργήματος κι ενός βιβλίου.

Ο τίτλος του λειτουργήματος διατηρήθηκε έτσι στο κείμενο, αλλά ο τίτλος του βιβλίου άλλαξε. Περισσότερα όμως για αυτό σε κάποια από τις επόμενες αναρτήσεις.

Επόμενη ανάρτηση: Ο ιστορητής - Ανατομία μιας μετάφρασης

Ο κατάλογος όλων των αναρτήσεων που αφορούν το βιβλίο "Ο άνθρωπος που έλεγε ιστορίες" βρίσκεται στην ανάρτηση Ο ιστορητής - Εισαγωγή.


Στη συνέχεια παραθέτω τους διαλόγους που έκανα με τους φίλους μου, για όποιον ενδιαφέρεται.

Διάλογος με την Όλα θα πάνε καλά


Εγώ:
Θέλω μια γνώμη για την απόδοση της ισπανικής λέξης hablador, που είναι ο τίτλος του βιβλίου και αναφέρεται στην ιδιότητα του κεντρικού ήρωα. Η λέξη έχει χρησιμοποιηθεί για να αποδώσει μια άλλη λέξη των ιθαγενών, η οποία σημαίνει "αυτός που αφηγείται ιστορίες".


Όλα θα πάνε καλά:
Το "hablador" - που ευχαρίστως να το σκεφτώ - μου έφερε στο μυαλό τον τίτλο-φράση του Αλμοδόβαρ,"Μίλα της",και έτσι κατάλαβα ότι μάλλον είναι ο αφηγητής,αυτός που λέει κάτι.Θα το σκεφθώ και θα σου πω.

Διάλογος με Γιάννη Πέτσα


Εγώ:
Θέλω μια γνώμη για την απόδοση της ισπανικής λέξης hablador, που είναι ο τίτλος του βιβλίου και αναφέρεται στην ιδιότητα του κεντρικού ήρωα. Η λέξη έχει χρησιμοποιηθεί για να αποδώσει μια άλλη λέξη των ιθαγενών, η οποία σημαίνει "αυτός που αφηγείται ιστορίες".


Yannis Petsas:

Δύσκολη απόφαση, αφού στην ουσία πρόκειται για νεκρή γλώσσα. Ούτε σύνθετη ούτε περίεργη πρέπει να ‘ναι. Ανάμεσα στις δύο προτιμώ τον ιστοριτή, αν και ηχεί κάπως ξερό. Το αφηγητής ωστόσο μου κάνει πολύ στρογγυλό.

Δοκίμασα και τις λέξεις Διηγηματάρης και Ιστοριοκαμωτής, που θα μπορούσαν να σημαίνουν κάτι ανάλογο, αλλά δεν ικανοποιήθηκα περισσότερο. Μάλλον εκείνοι θα χρησιμοποιούσαν μια πιο βιωματική λέξη, θα αναπαριστούσαν φαντάζομαι ό,τι θα ήθελαν να πουν, ακόμη και κάτι άσχετο με το «επάγγελμα» αυτών των ανθρώπων. Αν έπαιζαν ας πούμε έναν αυλό για να διασκεδάζουν τη μοναξιά τους, ή ένα άλλο όργανο, κουδούνες ή λύρα. Σ’ αυτή την περίπτωση ίσως τους έλεγαν λυράρηδες ή κουδουνιστούς, δεν ξέρω. Ίσως και να λέω πολλές κουταμάρες τώρα κι εσύ να θες να διαλέξεις ανάμεσα στα δύο.

Λυπάμαι αν δε σε βοήθησα. Πάντως στην περίπτωση που σκεφτείς με τον τρόπο που λέω, το μυστικό μπορεί να βρίσκεται ήδη μέσα στο βιβλίο, να είναι μια λέξη γύρω απ’ την οποία να περιστρέφεται ο Λιόσα.

Ίσως βρεις κάποια λέξη πιο σχετική στις 1000 και μια νύχτες, να σου 'ρθει από 'κει κάποια ιδέα.


Εγώ:

Με βοήθησες πολύ. Και μόνο η δήλωση προτίμησης βοηθά και θα την αξιοποιήσω μαζί με τις άλλες γνώμες που συλλέγω.

Πιο πολύ όμως με βοηθά η σκέψη ότι πρέπει ν' αναζητήσω το αληθινό νόημα της αυθεντικής λέξης. Έτσι όπως τη γράφει στο βιβλίο, μοιάζει να προφέρεται "κιενκιτσατατσιρίρα".

Υπάρχει η λέξη "κιενκιτσαταγκάντσι" που υποτίθεται ότι σημαίνει "λαϊκά αφηγήματα", και προφανώς έχει τις τέσσερις πρώτες συλλαβές ίδιες με τη λέξη που ψάχνω. Φαντάζομαι λοιπόν ότι αυτό το κομμάτι της λέξης, το "κιενκιτσάτα" σημαίνει "αφήγημα" ή "ιστορία" ή κάτι παρόμοιο, και το "τσιρίρα" υποδηλώνει τον άνθρωπο, τον τεχνίτη ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο σχετικό. Αλλά μπορεί να πέφτω και τελείως έξω.

Μόλις διάβαζα σε ένα λεξικό ότι "κενκιτσαταγκάντσι" και "κενκιτσατάκε" σημαίνει "αφηγούμαι, διηγούμαι, περιγράφω" και τα παραδείγματα που δίνει τείνουν να με κάνουν να πιστέψω ότι σημαίνει μάλλον "περιγράφω" παρά οτιδήποτε άλλο. Αλλά φυσικά η πληροφορία είναι πολύ αποσπασματική κι εκτός πλαισίου.

Το καλύτερο θα 'ταν να μιλήσω με τον ίδιο τον Λιόσα, καθώς και με κανέναν ειδικό γλωσσολόγο που να έχει ασχοληθεί. Ίσως να το κάνω εν ευθέτω. Αλλά κατά βάθος περισσότερη σημασία έχει να ηχεί αρμονικά το κείμενο στα ελληνικά.

Δε νομίζω πως θέλω να πλάσω κάποια παράξενη λέξη. Ήδη το ιστορητής πλαστό είναι άλλωστε, μην το παρακάνουμε. Ο συγγραφέας διάλεξε λέξη υπαρκτή στο γλώσσα του, απλά της έδωσε άλλη έννοια. Κάτι παρόμοιο προσπαθώ να κάνω και γω (τρομάρα μου).

Αυτό που λες, ότι ο Λιόσα περιστρέφεται γύρω από μια λέξη, ήταν ακριβώς αυτό που με οδήγησε στον ιστορητή. Γιατί η λέξη γύρω από την οποία μοιάζει να περιστρέφεται είναι η λέξη cuento, που σημαίνει ιστορία, αφήγημα, διήγημα, παραμύθι. Έπαιξα με πολλές εκδοχές εννοείται, και οι δύο που προτείνω είναι οι επικρατέστερες για μένα, αλλά κάποιος άλλος μπορεί να διάλεγε κάτι τελείως διαφορετικό.


Διάλογος με Akis


Εγώ:
Θα ήθελα τη γνώμη σου για την απόδοση της λέξης hablador, επίθετο που χαρακτηρίζει τον κεντρικό ήρωα της αφήγησης. Σου στέλνω δύο εκδοχές του ίδιου αποσπάσματος, από 2 σελίδες η καθεμιά, για να τις διαβάσεις και να μου πεις ποια προτιμάς.

Επίσης αν γνωρίζεις κάποιον που θα ήθελε και θα μπορούσε να το διαβάσει και να πει μια άποψη, θα με βοηθούσε πολύ.
(Βασικά εγώ έχω καταλήξει τι μου αρέσει, αλλά καλό θα είναι να έχω κι άλλες γνώμες).

Θέλω να ξέρω την αντίδραση των αναγνωστών στην πρώτη εντύπωση που δημιουργεί το κείμενο. Δεν θέλω να μπούμε σε θέματα σημασιολογίας και ετυμολογίας της λέξης (εννοείται ότι τα έχω ψάξει από την καλή κι από την ανάποδη), άλλωστε η λέξη αποτελεί μετάφραση άλλης λέξης (των ιθαγενών της Αμαζονίας). Μπορούμε να το κάνουμε αυτό μετά, αν σε ενδιαφέρει.

Κάνω αυτή τη διευκρίνιση επειδή αρκετοί από τους αναγνώστες μπήκαν στη διαδικασία να εκφέρουν άποψη για τη σημασία της λέξης και το κατά πόσον είναι ακριβής μετάφραση - κάτι που δε με ενδιαφέρει καθόλου στο συγκεκριμένο θέμα. Με ενδιαφέρει το πώς "ακούγεται" στα ελληνικά, τι εντύπωση δημιουργεί, τι αρέσει και τι όχι - υποκειμενικά πάντα.


Akis:
Στα καθ' ημάς τώρα: το 'ιστορητής' (ίσως 'εξιστορητής') είναι κάπως πιο λογοτεχνικό και ταιριάζει με την μαγική ατμόσφαιρα της αφήγησης,

ενώ παράλληλα επεξηγείται και από το 'αφηγητής'. Η χρήση του ομιλητής είναι πολύ τεχνική και δεν με ικανοποιεί.

Ελπίζω να βοήθησα.

ΥΓ. στην αρχη-αρχη οι λέξεις λαρυγγικό, συριστικό που περιγράφουν τον ίδιο ήχο μου κάνουν εντύπωση-ένας ήχος δεν μπορεί να είναι και τα δυο αυτά

καθώς οι συρισμοί δεν βγαίνουν από το λάρυγγα, σκέφτομαι αν το λάθος είναι απευθείας στο πρωτότυπο ή εαν μια από τις δύο έχει κάποια διττή σημασία

που σου ξέφυγε (μέχρι κι Λιόσα κάνει λάθη λοιπόν...)

Εγώ:
Λοιπόν αυτό με απασχόλησε και μένα. Σκεφτόμουν κι εγώ ότι δεν μπορεί, είναι λάθος η περιγραφή. Αλλά αν το σκεφτείς θα δεις ότι μπορεί να περιγράφει τους διάφορους φθόγγους που υπάρχουν μέσα στη λέξη, και μπορεί άλλοι να είναι λαρυγγικοί και άλλοι συριστικοί.

Η λέξη που περιγράφεται είναι "κιενκιτσατατσιρίρα" (kienkitsatatsirira), σημαίνει (αν πιστέψουμε το λεξικό) "αυτός που αφηγείται ή που περιγράφει" και ανήκει στη γλώσσα των ιθαγενών Ματσιγκένγκα. Εννοείται ότι η μεταγραφή είναι αυθαίρετη - αυθαιρεσία δική μου πάνω στην αυθαιρεσία των gringo γλωσσολόγων που μετέγραψαν τη γλώσσα αυτή και συνέταξαν ένα λεξικό. Υποθέτω λοιπόν ότι το "λαρυγγικός" κολλάει στα "κ" και το "συριστικός" στα "τσ".

Διάλογος με Idom, Πόλυ Χατζημανωλάκη, Κατερίνα Π.


Εγώ:
Όπως γνωρίζετε, έχω ξεκινήσει εδώ και πολύ καιρό να μεταφράζω το μυθιστόρημα του Mario Vargas Llosa "El hablador" στα ελληνικά.
Θα ήθελα τη γνώμη σας για την απόδοση της λέξης hablador, επίθετο που χαρακτηρίζει τον κεντρικό ήρωα της αφήγησης.
Αν θα μπορούσατε να βρείτε το χρόνο να διαβάσετε τις 4 σελίδες που σας στέλνω και να μου πείτε ποια από τις δύο εκδοχές προτιμάτε, θα το εκτιμούσα πολύ.


Idom:
Ναι, βέβαια θα το διαβάσω, αλλά πριν το διαβάσω, να πω ότι από όσο ξέρω το hablar σημαίνει μιλάω, άρα hablador μπορεί να είναι ο ομιλητής, ο αφηγητής, ίσως και ο φλύαρος...


Εγώ:
Θα προτιμούσα να ήξερες λιγότερα πριν το διαβάσεις, αλλά μια που ήδη ξέρεις τόσα, προσπάθησε να τα βγάλεις από το μυαλό σου ενόσω διαβάσεις. Με ενδιαφέρει να μου πεις αν το κείμενο είναι λειτουργικό. Τα γλωσσολογικά αν θες τα συζητάμε εκ των υστέρων.


Idom:
Μέχρι εδώ είναι μαντατοφόροι, όχι ιστορητές, με την έννοια ότι η «ιστορία» αναφέρεται στο (μακρινό) παρελθόν. Κομιστές ειδήσεων, νέων, γεγονότων... Σού αρέσει το κομιστές; Μπα...
Ιστορητής, δεν μας κάνει γιατί αφορά μόνο το παρελθόν.
Αφηγητής δεν μας κάνει, γιατί παραπέμπει περισσότερο σε φανταστικές «ιστορίες».
Πώς σού φαίνεται το Διηγητής; Μπορείς να διηγείσαι οτιδήποτε, αληθινές και ψεύτικες «ιστορίες», παλιές και καινούργιες. Plus τού ότι η λέξη δεν υπάρχει, άρα μπορείς να την κάνεις εσύ να σημαίνει ότι θέλεις!


Εγώ:
Η Κατερίνα σε προφορική επικοινωνία πριν διαβάσει το κείμενο μου είχε πει "αφηγητής", που ήταν κι αυτό που είχα διαλέξει εγώ και με αυτό έχω δουλέψει σχεδόν όλο το βιβλίο. Το "αφηγητής" όμως δε μου άρεσε πάρα πολύ επειδή μου φαινόταν πεζό κι επειδή μου θυμίζει τον αφηγητή στα ντοκυμανταίρ ή στα μυθιστορήματα - μου φάνηκε πολύ "σύγχρονο" και πολύ "άοσμο και άχρωμο".

Η λέξη "ιστορητής" είναι πλαστή, επομένως δεν αναφέρεται σε κάτι υπαρκτό, επομένως μπορούμε να την κάνουμε να αναφέρεται σχεδόν σε ό,τι θέλουμε. "Ιστορώ" δεν σημαίνει "μιλώ για το μακρινό παρελθόν", σημαίνει "διηγούμαι ιστορίες", χωρίς αναγκαστικά να προσδιορίζει αν οι ιστορίες είναι αληθινές ή ψεύτικες ούτε αν συνέβησαν πρόσφατα ή πολύ παλιά. Δεν βλέπω λοιπόν αντίφαση στη χρήση της.

Πιο αναλυτικά, έχει δύο έννοιες: "1. αφηγούμαι, εξιστορώ, διηγούμαι, 2. ζωγραφίζω, διακοσμώ" (Μπαμπινιώτης). Η πρώτη μας καλύπτει μια χαρά, ενώ η δεύτερη δίνει μια ποιητιή χροιά στη λέξη, κάτι που μου αρέσει, γιατί αφήνει ένα υπονοούμενο να πλανάται στον αέρα, ότι ο τύπος δεν αφηγείται απλώς, αλλά διακοσμεί, πλουμίζει, "ιστορεί" τις ιστορίες του.

Αν όμως πάρω αντιδράσεις αντίστοιχες με τη δική σου από πολύ κόσμο, μάλλον θα κρατήσω το "αφηγητής".


Εγώ:
...μυθολόγος?

είχα σκεφτεί και "παραμυθάς" αλλά το απέρριψα επειδή παραπέμπει πολύ άμεσα στο "ψεύτης".


Idom:

Όχι βρε παιδί μου.

Για να δούμε: εσύ που έχεις διαβάσει το βιβλίο θα ξέρεις περισσότερα για αυτούς τους ανθρώπους.

Τι ρόλο βαράγανε; Λέγανε περισσότερο παραμύθια (γενικά); Λέγαν "μύθους και θρύλους" τής συνολικής φυλής; Λέγαν τα νέα κατορθώματα; Λέγαν τα "νέα"; Λέγαν τι αποφάσεις και κινήσεις έπαιρναν και έκαναν οι άλλες κοινότητες τής φυλής;

Ο ρόλος τους ήταν περισσότερο ειδησεογραφικός ή ιστορικός;

Και στις δύο περιπτώσεις, προσάρμοζαν / διατύπωναν / διέστρεφαν / κατασκεύαζαν τα νέα (ή τα "νέα") και τους μύθους προκειμένου να ασκήσουν δική τους "πολιτική"; (Το προς τα πού ήθελαν να πάνε τα πράγματα, δηλαδή). Πόσο συνειδητά το κάνανε; Διάβαζαν "βουλωμένο γράμμα" και σε ποιο επίπεδο;

Και η φυλή πώς αντιμετώπιζε αυτά που άκουγε; Πέρα από την ταραχή που περιγράφεται στο εδάφιο που έστειλες, άλλαζε η συμπεριφορά της μακροπρόθεσμα;

Ανάλογα με τις παραπάνω απαντήσεις ίσως οδηγηθείς και στο ποια είναι η ρίζα τής καταλληλότερης λέξεις.

Ενδεχόμενα, και για λόγους βαρυγδουπιάς και για να δείξεις την γενικότητα τού θέματους, θα μπορούσες να δώσεις τον τίτλο τους περιφραστικά: "αυτοί που μιλάνε".


Εγώ:
Αχ καλέ μου... το έχω σκεφτεί το περιφραστικό Το κακό είναι ότι πολύ συχνά απευθύνονται σε αυτόν οι συν-ιθαγενείς του και τον αποκαλούν με τον τίτλο του. Δεν ακούγεται πολύ ωράια να του λένε "ε, εσύ που μιλάς, έλα, πες μας τις ιστορίες σου" ή "καλωσήλθες, εσύ που μιλάς, κάτσε να ξαποστάσεις", ή "ήρθε αυτός που μιλάει, ελάτε να τον ακούσουμε".
Η γαλλική μετάφραση επέλεξε ακριβώς αυτήν την εκδοχή (l' homme qui parle) και δεν μπορώ να πω ότι μου αρέσει.
Θα το ξανασκεφτώ πάντως, γιατί και η Πόλυ το ανέφερε.



Πόλυ Χατζημανωλάκη:

Τι να σου πω δεν ξέρω. Ιστορητής μου φέρνει στο νου τη Βυζαντινή ιστόρηση που είναι μια απεικόνιση, μια περιγραφή. Αφηγητής είναι το αυτονόητο αλλά η λέξη είναι πολυ χρησιμοποιημένη, δεν έχει χρώμα.

Καμια απο τις δυο δεν ακούγεται όπως το el hablador.

Κοίταξα τους Αγγλους - story teller και τους Γάλους - l' homme qui parle. Κι αυτοί έχουνε narrateur αν θέλανε αλλά έβαλαν "ο άνθρωπος που μιλά¨" καλύτερα και από το ομιλητής (που είχε προτείνει κάποτε ο Βαγγέλης ο Ιντζίδης), που παραπέμπει σε μια ομιλία.

Ελπίζω να βοήθησα.

Υ.Γ."Έκαναν αυτό που έλεγε το όνομά τους: μιλούσαν. Τα στόματά τους ήταν οι συνεκτικοί δεσμοί μιας κοινότητας την οποία η ανάγκη για επιβίωση είχε υποχρεώσει να κομματιαστεί και να διασκορπιστεί στους τέσσερις ανέμους"Εγώ:

Ούτε όπως το kienkitsitatatsirira που είναι το πρωτότυπο: "αυτός που αφηγείται, που περιγράφει". Είναι μάλλον αδύνατον να πετύχεις το "ίδιο", ψάχνουμε το "ανάλογο" περισσότερο σε συναισθηματικό μάλλον επίπεδο παρά σε ηχητικό ή σημασιολογικό.

Σε ευχαριστώ πάρα πολύ για το χρόνο και την προσπάθεια.
Θα τα αφήσω να ζυμωθούν όλα στο κεφάλι μου και θα δω τι θα βγει


Κατερίνα Π.:
Το ιστορητής μου κάνει πιο επίσημο, πιο "ρόλος". Το αφηγητής μου κάνει πιο κοντά στην έννοια της προφορικής παράδοσης. Σε μια εθνογραφική προσέγγιση θα τον έλεγα αφηγητή. Αν θέλεις να θολώσεις τα πράγματα και να αναδείξεις το καθημερινό, είναι αφηγητής. Αν θέλεις να ξεκαθαρίσεις τα πράγματα και να δώσεις σε κάθε χαρακτήρα έναν ξεκάθαρο και συμβολικό ρόλο, είναι ιστορητής.Αν θέλεις να δώσεις την πληροφορία με την πρώτη, είναι ιστορητής. Αν θέλεις η πληροφορία να είναι εκεί αλλά η ίδια έννοια να έχει πολλές αναγνώσεις, είναι αφηγητής. Εγώ θα σκεφτόμουν σχετικά με την θέση μου απέναντι στα σύμβολά. Τα θέλω απτά και ξεκάθαρα; Θέλω ο αετός να σημαίνει "ελευθερία" για παράδειγμα; Ή θέλω να εμπεριέχει κι άλλες έννοιες
ώστε να τον ερμηνεύω κατα πως με βολεύει (Ερμηνεύω = Ερμής = Αγγελιοφόρος = τα νέα από άλλους...). Ο αετός μου ίσως να είναι τότε σύμβολο "ελευθερίας", "δύναμης", "ελέγχου" "αρμονίας" και πάει λέγοντας ανάλογα με τις ανάγκες των καιρών και την τρέχουσα "μόδα". Οι αφηγήσεις και οι ιστορίες αλλάζουν.

Αυτός ο άνθρωπος, ως "hablador"΄είναι ο εκπρόσωπος του Llosa. Το θέμα είναι ποιος είναι ο δικός σου εκπρόσωπος. Το τι νομίζουμε εμείς είναι παντελώς άσχετο.


Διάλογος με Β. (Ροβιθέ):


Β.:
Ιστορητής. Όχι ότι ο αφηγητής υπολείπεται (μάλλον είναι ακριβέστερο όπως το αντιλαμβάνομαι από τα συμφραζόμενα - δεν ξέρω λέξη ισπανικά) αλλά στην καθομιλουμένη μας έχει πιο στενό περιεχόμενο, ενώ ο ιστορητής έχει και έναν "εξωτισμό" μια και περιγράφει έναν ιθαγενή πολιτισμό. Σκέφτομαι ότι ο καθένας που μιλάει μπορεί να είναι ένας αφηγητής, αλλά ο ιστορητής της φυλής μπορεί να είναι ένας μόνο επιλεγμένος άνθρωπος, όχι ο καθένας.


Εγώ:
Κι εμένα το "ιστορητής" μου αρέσει, κυρίως επειδή το σκέφτηκα εγώ με το τρομερό μυαλό μου και ενθουσιάστηκα, μου φάνηκε κι εμένα πιο "εξωτικό" (για τον βασικό λόγο ότι η λέξη αυτή δεν υπάρχει ενώ "ακούγεται σαν" να υπάρχει).

Το κακό είναι ότι στους περισσότερους που το έδωσα δεν άρεσε. Ο Θανάσης το βρήκε κακόηχο, η Πόλυ είπε ότι της θυμίζει βυζάντιο και της χαλάει την ατμόσφαιρα (πρότεινε κάποια περίφραση όπως "ο άνθρωπος που μιλά", πράμα που εμένα με απωθεί τελείως), μια άλλη φίλη λέει ότι της κάνει "πιο επίσημο, πιο ρόλος" ενώ το αφηγητής "πιο καθημερινό" και μάλλον πιο ταιριαστό στο συγκεκριμένο πρόσωπο (βέβαια εγώ για τον ίδιο λόγο προτιμώ το ιστορητής, επειδή είναι πιο "ρόλος").

Ένας άλλος φίλος που δεν βλέπει (επομένως το άκουσε, δεν το διάβασε), είπε ότι προτιμά το ιστορητής παρόλο που "ακούγεται ξερό", γιατί το αφηγητής του "ακούγεται πολύ στρογγυλό". Συνειδητοποίησα ότι κι εμένα το κριτήριό μου ήταν μάλλον ακουστικό - "ακούω" το κείμενο καθώς το διαβάζω, ίσως φαντάζομαι κάποιον να αφηγείται την ιστορία...

Μιλάμε για τρεις εναντίον δύο - δύσκολη απόφαση. Βέβαια το δείγμα είναι πολύ μικρό για να είναι στατιστικώς σημαντικό - αλλά και πάλι ο στόχος δεν ήταν η στατιστική, ήταν η συλλογή απόψεων από ανθρώπους με μόρφωση και με λογοχοτεχνικό ένστικτο, αν μπορώ να το πω έτσι. Έλεγα ότι θα μου λύσει το δίλημμα, αλλά είμαι στα ίδια πάλι: εγώ πρέπει ν' αποφασίσω.

Μήπως όμως πάντα έτσι δεν είναι με τις αποφάσεις;


Β.:
Μη σε απασχολεί ιδιαίτερα η άποψη της Πόλυς, το "ιστορώ" με την έννοια του "απεικονίζω" υπάρχει στις βυζαντινές αγιογραφίες, αλλά είναι εντάξει και στα συγκεκριμένα συμφραζόμενα. Ίσως για να αποδώσεις καλύτερα την έννοια του "ρόλου" να το γράφεις σαν κύριο όνομα - με κεφαλαίο. Αλλά αν στο πρωτότυπο είναι με μικρό, θα διαπράξεις κάποιου είδους λαθροχειρία, ε;


Εγώ:
Ναι κι εγώ κάπως έτσι το σκέφτομαι. Την άλλη έννοια του ιστορώ την ήξερα φυσικά και την έλαβα υπόψη μου, αλλά ομολογώ ότι μου άρεσε αυτό το μικρό παιχνίδι, αυτό το υπονοούμενο... ιστορώ-αφηγούμαι, ιστορώ-περιγράφω, ιστορώ-πλουμίζω, ιστορώ-απεικονίζω...

Όσο για τη λαθροχειρία, μάλλον ναι, αν και στην πραγματικότητα διαπράττω διαρκώς τέτοιες λαθροχειρίρες. Προσπαθώ να μένω πιστή στο "πνεύμα" του έργου, αλλά και ποιος ξέρει ποιο είναι αυτό;-)

Τρίτη 25 Ιανουαρίου 2011

Ο ιστορητής - Η περιπέτεια μιας μετάφρασης

Προηγούμενη ανάρτηση: Ο ιστορητής - Ιστορία ενός έρωτα

Κάπως έτσι λοιπόν αποφάσισα να μεταφράσω το El hablador. Από τη σκέψη ως την πράξη όμως υπάρχει μια απόσταση η οποία χρειάζεται να γεφυρωθεί μεθοδικά και οργανωμένα. Τι σήμαινε στην πράξη αυτή η μετάφραση; Ήθελα μόνο να το μεταφράσω ή και να το εκδώσω; Προφανώς το δεύτερο: μια μετάφραση χωρίς αναγνώστες είναι σαν τον παροιμιώδη θόρυβο της πτώσης ενός δέντρου στην έρημο όπου δεν υπάρχει κανείς να τον ακούσει. Εξίσου προφανώς όμως το πρώτο: αυτό που μετρούσε πρωτίστως για μένα ήταν η μετάφραση, και αναφέρομαι εδώ στην πράξη της μετάφρασης και όχι στο αποτέλεσμά της. Αυτό που λαχταρούσα πάνω απ' όλα ήταν εκείνες οι στιγμές που θα καθόμουν στο γραφείο μου το πρωί, με έναν αχνιστό καφέ και σουσαμένια κριτσίνια, θα άπλωνα τα χέρια μου στο πληκτρολόγιο, με το βιβλίο ανοιγμένο μπροστά μου, θα άφηνα τις φράσεις να με διαποτίσουν και να κυλήσουν από τα δάκτυλά μου καινούριες, αλλιώτικες και ωστόσο ίδιες - ή μάλλον σχεδόν ίδιες, όπως επισημαίνει ο Ουμπέρτο Έκο στο έργο του Εμπειρίες μετάφρασης.

Ναι, αυτό ήταν που ήθελα - και φοβόμουν ότι αν έβαζα ως στόχο να το εκδώσω, ίσως να έχανα την ευκαιρία να το μεταφράσω. Ακούγεται αντιφατικό αλλά είναι απόλυτα λογικό. Ποια είμαι εγώ; Μια μεταφράστρια του σωρού ανάμεσα σε τόσες, χωρίς τυπικά προσόντα, χωρίς σπουδές μετάφρασης, χωρίς ούτε καν ένα πτυχίο φιλολογίας, χωρίς κανένα σημαντικό έργο στο ενεργητικό μου. Ποια είναι η δουλειά μου; Ένα απίθανο συνονθύλευμα από διοικητικά έγγραφα, τεχνικά εγχειρίδια, παιδιά και εφηβικά βιβλία, εκλαϊκευμένη επιστήμη, άρθρα περιοδικών, υποτίτλους ντοκυμανταίρ, επιστημονικά συγγράμματα και - επιτέλους! - λίγα μυθιστορήματα, όλα πρόφατα, όλα από τα ισπανικά, και όλα τελείως άγνωστα. Με τέτοιο βιογραφικό ποιος θα με επέλεγε για να μεταφράσω ένα έργο του Λιόσα, ενός συγγραφέα τόσο γνωστού, τόσο πετυχημένου, τόσο πολυμεταφρασμένου; Αν πρότεινα την έκδοση του συγκεκριμένου βιβλίου σε έναν μεγάλο οίκο, ποιος θα μπορούσε να μου εγγυηθεί ότι δεν θα αποφάσιζαν να προχωρήσουν αναθέτοντας τη μετάφραση σε κάποιον άλλον, κάποιον δικό τους έμπιστο συνεργάτη; Και τι θα γινόταν τότε το όνειρό μου να το μεταφράσω εγώ;

Ίσως οι φόβοι μου να ήταν υπερβολικοί και αβάσιμοι, ωστόσο ήταν υπαρκτοί και επιτακτικοί. Μετά από λίγη σκέψη, λοιπόν, αποφάσισα να μεταφράσω το βιβλίο πρώτα και να προσεγγίσω εκδότες μετά, όταν θα το είχα πια τελειώσει. Το σκεπτικό μου ήταν ότι με ένα έτοιμο έργο στα χέρια ο κάθε εκδότης θα έμπαινε πιο εύκολα στον πειρασμό να το εκδώσει άμεσα, χωρίς να σκεφτεί να το δώσει σε άλλον μεταφραστή. Ενδόμυχα όμως σκεφτόμουν επίσης ότι έτσι θα είχα τη χαρά να το μεταφράσω και να ελπίζω, ενώ το μεταφράζω, ότι μπορεί να εκδοθεί - ενώ αν πλησίαζα κάποιους εκδότες και απέρριπταν την πρότασή μου ή ανέθεταν σε άλλον τη μετάφραση, θα έχανα το δικαίωμα να ονειρεύομαι.

Ανοησία; Σίγουρα. Οι ερωτευμένοι είναι ανόητοι, κι εγώ ήμουν ερωτευμένη. Κρατούσα ζηλότυπα το εύρημά μου μακριά από αδιάκριτα μάτια, στο ιδιωτικό δικό μου μαγικό σύμπαν. Φυσικά υπήρχε το ενδεχόμενο στο διάστημα αυτό να αποφασίσει κάποιος οίκος να εκδώσει το βιβλίο και να το αναθέσει σε άλλον εν αγνοία μου - ωστόσο το ενδεχόμενο αυτό ήταν πάρα πολύ μικρό. Το βιβλίο ήταν παλιό, εικοσαετίας, και δεν ανήκε στις μεγάλες επιτυχίες του συγγραφέα. Αφού δεν είχε μεταφραστεί τόσα χρόνια, το πιθανότερο ήταν ότι θα εξακολουθούσε να περνά απαρατήρητο εις το διηνεκές, αν δεν το ανέσυρα εγώ από τη λήθη.

Ξεκίνησα λοιπόν να μεταφράζω - στα διάκενα του χρόνου, κλεμμένα από τη δουλειά μου, την οικογένειά μου και τις άλλες υποχρεώσεις μου. Επειδή δεν αμοιβόμουν με χρήματα για το έργο αυτό, ένιωθα ενοχές να του αφιερώνω χρόνο. Από τη μία το λαχταρούσα, από την άλλη ντρεπόμουν γι' αυτό και το έκρυβα . Δούλευα κυρίως όταν ήμουν μόνη στο σπίτι και δεν μιλούσα γι' αυτό σε κανέναν, μεταξύ άλλων επειδή με έτρωγε ο μυστικός φόβος ότι δεν θα τα κατάφερνα, δεν θα τα έβγαζα πέρα, δεν θα έβρισκα αρκετό χρόνο, δεν θα το ολοκλήρωνα ποτέ, ή ακόμα ότι δεν θα κατάφερνα να σταθώ στο ύψος του, ότι η δουλειά μου θα υπολειπόταν του πρωτοτύπου, θα ήταν θλιβερά μέτρια και ανάξια και θα αναγκαζόμουν να την καταστρέψω. Δούλευα με απόλαυση και αγωνία, μισή ώρα τη μια μέρα, μία ώρα την άλλη, μετά για πολλές μέρες ίσως καθόλου, μετά για δυο τρεις μέρες πολλές ώρες σε ρει, άλλοτε πάλι το άφηνα για μήνες ολόκληρους.

Πέρασαν έτσι σχεδόν δυο χρόνια.

Όταν ολοκλήρωσα περίπου τα δύο τρίτα του βιβλίου, αισθάνθηκα πια ότι είχα ξεπεράσει κάποιο ορόσημο. Αισθάνθηκα ότι θα το τελείωνα ό,τι και να γινόταν. Αισθάνθηκα ότι τα είχα καταφέρει. Ένιωσα αυτοπεποίηθηση, σιγουριά. Και τότε μίλησα σε άλλους. Αρχικά σε πολύ στενούς φίλους, αργότερα σε φίλους ιστολόγους και σε μερικούς ακόμη γνωστούς μου. Ανάμεσα σε άλλα, ήθελα να το συζητήσω, να το μοιραστώ, ήθελα γνώμες τρίτων για το γενικό ύφος της μετάφρασης, για τον τίτλο και για τις μεταφραστικές επιλογές μου. Έτσι λοιπόν τους έστειλα δείγματα του κειμένου και ερωτήσεις και συνέλεξα γνώμες και απόψεις, που με βοήθησαν πολύ να κατασταλάξω στην τελική εκδοχή της μετάφρασης.

Κι έτσι ο ιστορητής ολοκληρώθηκε το Σεπτέμβριο του 2011, και ξεκίνησα με την ησυχία μου να τον ξαναδιαβάζω και να κάνω διορθώσεις. Ήταν η πιο απολαυστική στιγμή: ο μεγάλος όγκος της δουλειάς είχε φύγει, και μπορούσα να λιμάρω και να λεπτολογώ το κείμενο όσο και όπως ήθελα. Αλλά στις 7 Οκτωβρίου του 2010 μια ανάρτηση στο φόρουμ Λεξιλογία ήρθε να με βγάλει από τη μακαριότητά μου:
Στον Μάριο Βάργκας Λιόσα το Νομπέλ Λογοτεχνίας 2010.

Με τη χαρακτηριστική μου ετοιμότητα, μόλις το είδα έπαθα αμέσως black out. Πρώτη μου αντίδραση μόλις συνήλθα, ήταν ο πανικός. Τι έπρεπε να κάνω; Τώρα σίγουρα οι εκδότες θα αναζητούσαν όλα τα έργα του για να τα επανεκδώσουν, και σίγουρα θα ανακάλυπταν αυτό το ξεχασμένο μικρό αριστούργημα. Αν δεν ενεργούσα άμεσα, το πιθανότερο ήταν ότι θα το ανέθεταν σε κάποιον άλλον και θα έχανα την ευκαιρία να εκδώσω τη δουλειά μου. Δεν είχα πλέον την πολυτέλεια να λεπτολογώ και να ομφαλοσκοπώ: έπρεπε να κινηθώ. Μετά τον πρώτο πανικό, και χάρη στις φιλικές και χρήσιμες συμβουλές και παραινέσεις των συναδέλφων στη Λεξιλογία, έστειλα μηνύματα σε εκδότες, εξηγώντας την κατάσταση και προτείνοντάς τους τη μετάφρασή μου. Την επόμενη κιόλας μέρα μου τηλεφώνησαν από τις εκδόσεις Καστανιώτη, που τα τελευταία χρόνια εκδίδουν συστηματικά τα έργα του Λιόσα. Από εκεί και πέρα όλα έγιναν σχεδόν χωρίς να το καταλάβω: η συνάντηση με τον Ανταίο Χρυσοστομίδη, η συμφωνία, η παράδοση, η συνεργασία με την Ελευθερία Κοψιδά (την καλύτερη επιμελήτρια με την οποία έχω συνεργαστεί ποτέ μου, και στην οποία η τελική εκδοχή του βιβλίου οφείλει πάρα πολλά), η αλλαγή του τίτλου και η εκτύπωση - ως τα μέσα Δεκέμβρη όλα είχαν τελειώσει, και κρατούσα στα χέρια μου το βιβλίο τυπωμένο.

Περίμενα ότι θα μου λείψει. Στο κάτω-κάτω είχα ζήσει μ' αυτό δυο ολόκληρα χρόνια και βάλε. Αλλά κάτι η ένταση των τελευταίων δύο μηνών, κάτι το γεγονός ότι ανοίχτηκε σε πολλούς ανθρώπους και σα να διασκορπίστηκε, έμοιαζε να μην είναι πια δικό μου. Το άφησα να ταξιδέψει στον κόσμο χωρίς εμένα, σαν χάρτινη βαρκούλα σε ποτάμι, έκπληκτη που ένα όνειρό μου είχε ενσαρκωθεί με τόσο ανέλπιστο τρόπο. Ας γίνει όχημα για τα όνειρα όσων θα το διαβάσουν.

Επόμενη ανάρτηση: Ο ιστορητής - Λέξη, όνομα, τίτλος

Ο κατάλογος όλων των αναρτήσεων που αφορούν το βιβλίο "Ο άνθρωπος που έλεγε ιστορίες" βρίσκεται στην ανάρτηση Ο ιστορητής - Εισαγωγή.

Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2011

Ο ιστορητής - Ιστορία ενός έρωτα

Προηγούμενη ανάρτηση: Ο ιστορητής - Αναφορές στο δίκτυο

Όλα ξεκίνησαν πριν δεκαπέντε χρόνια, μια μέρα που κατέβηκα στο κέντρο της Αθήνας, δεν θυμάμαι πλέον για ποια δουλειά. Ο άντρας μου με παρακάλεσε να ρίξω μια ματιά στου Κάουφμαν και να του αγοράσω μερικά ισπανόφωνα βιβλία λογοτεχνίας, όποια έκρινα εγώ. Δεν είμαι σίγουρη πια αν τα ήθελε για τη δουλειά του ή για να νιώσει πιο κοντά στην πατρίδα του (είναι ισπανός και καθηγητής ισπανικών) ή μόνο για την ευχαρίστηση του διαβάσματος ή για όλα αυτά μαζί. Το γεγονός είναι ότι χώθηκα στου Κάουφμαν και σκάλισα τα ράφια, και με τα πενιχρά τότε ισπανικά μου διάλεξα πέντε ή έξι βιβλία που μου κίνησαν το ενδιαφέρον. Η επαφή μου με την ισπανόφωνη λογοτεχνία ήταν ακόμη ισχνή, αλλά το κριτήριό μου αποδείχθηκε καλό: μεταξύ άλλων διάλεξα El reino de este mundo του Alejo Carpentier, La de Bringas του Benito Pérez Galdós, και τον αριστουργηματικό Alfanhuí του Rafael Sánchez Ferlosio (Ο Αλφανουί, κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Λαγουδέρα σε μια πολύ καλή συλλογική μετάφραση των μαθητών του Abanico).

Ένα από τα βιβλία εκείνα ήταν και El hablador, του Mario Vargas Llosa.

Είμαι βιβλιοφάγος εκ γενετής. Εννοείται ότι τα βιβλία τα διάβασα πρώτα εγώ και μετά ο αγαπητός μου σύντροφος. Με αρκετή δυσκολία, γιατί οι γνώσεις μου της γλώσσας ήταν ακόμη ανεπαρκείς, αλλά χωρίς λεξικό, γιατί δεν μου αρέσει να σπάω τον ειρμό της ανάγνωσης. Και ειδικά στο El hablador ο ειρμός είναι κάτι που δεν επιτρέπεται να σπάσει - είναι, θα έλεγε κανείς, ιεροσυλία. Για να γευτείς το χρώμα της αφήγησης του ιστορητή της φυλής χρειάζεται να τον ακολουθήσεις στο ταξίδι του, να αφεθείς στο χείμαρρο των ιστοριών που χύνονται η μία μέσα στην άλλη.

Αγάπησα το βιβλίο από την πρώτη στιγμή.

Το ιδιαίτερο ύφος που υιοθετεί ο Λιόσα όταν δίνει το λόγο στον ιστορητή της φυλής Ματσιγκένγκα είναι σίγουρα αρκετό για να καθηλώσει τον αναγνώστη. Οι πολιτικές , κοινωνικές και φιλοσοφικές προεκτάσεις του έργου δίνουν άφθονη τροφή για προβληματισμό. Αυτό όμως που με γοήτευσε ήταν ο τρόπος που ξεδιπλώνεται μέσα από τις σελίδες ο ρόλος της αφήγησης στην ανθρώπινη ζωή.

Η πραγματικότητα χτίζεται μέσα από αφηγήσεις. Όχι μόνο η πραγματικότητα των "πρωτόγονων" ιθαγενών, όχι μόνο η προσωπική πραγματικότητα του καθενός, αλλά η πραγματικότητα όλης της ανθρωπότητας. Η αφήγηση, είτε λέγεται μύθος, είτε κουτσομπολιό, είτε ιστορική μαρτυρία, πλάθει και συναρμολογεί τις ψηφίδες που απαρτίζουν το μωσαϊκό της εικόνας του κόσμου. Μιλώντας και ακούγοντας ζυμώνουμε μέσα μας την αλήθεια που μας ενώνει. Η αφήγηση μας μεταμορφώνει από μονάδες σε ομάδες, από ερημίτες σε κοινωνίες.

Αυτή η σύλληψη, καινούρια για μένα τότε, στάθηκε αφορμή να επανέλθω επανειλημμένα στην ανάγνωση του El hablador. Μέσα από τις αλεπάλληλες αναγνώσεις στην πορεία των ετών και καθώς οι γνώσεις μου της ισπανικής γλώσσας διευρύνονταν και αναπτύσσονταν, γεννήθηκε μέσα μου η ιδέα της μετάφρασης του βιβλίου.

Μια ιδέα που έθρεψα σε μια γωνιά του μυαλού μου για πολύ καιρό, μέχρι που έφτασε να πραγματοποιηθεί πρόσφατα. Περισσότερα όμως επ' αυτού, στην επόμενη ανάρτηση.

Επόμενη ανάρτηση: Ο ιστορητής - Η περιπέτεια μιας μετάφρασης

Ο κατάλογος όλων των αναρτήσεων που αφορούν το βιβλίο "Ο άνθρωπος που έλεγε ιστορίες" βρίσκεται στην ανάρτηση Ο ιστορητής - Εισαγωγή.

Ο ιστορητής - Αναφορές στο δίκτυο

Προηγούμενη ανάρτηση: Ο ιστορητής - Εισαγωγή.

Έγραψαν για το βιβλίο:

Πλάτων, φόρουμ "Κακά παιδιά"
Ενα παλιότερο μυθιστόρημα του Βάργκας Λιόσα έρχεται στο προσκήνιο μετά τη βράβευση του Περουβιανού συγγραφέα με το Νομπέλ. Αφηγείται τη ζωή ενός ανθρώπου που γίνεται «ιστορητής» σε μια φυλή του Αμαζονίου.
Το μυθιστόρημα ''Ο άνθρωπος που έλεγε ιστορίες'' έχει ως ήρωά του έναν Περουβιανό Εβραίο, τον Μασκοφόρο. Το παρατσούκλι του νεαρού οφείλεται σε «μια ελιά βαθυκόκκινη σαν μπρούσκο κρασί, απλωμένη σε όλη τη δεξιά πλευρά του προσώπου του». Ο Μασκοφόρος ζει στη Λίμα. Αντιμετωπίζει την ειρωνεία και την εχθρότητα των ξένων, δέχεται την καταπιεστική αγάπη του πατέρα του, απολαμβάνει τη φιλία του αφηγητή. Η μοναχική ζωή του Μασκοφόρου δεν παρουσιάζει σκαμπανεβάσματα, ώσπου ο ήρωας μαθαίνει για τους Ματσιγκένγκα, μια ολιγομελή φυλή του Αμαζονίου. Οι ιστορητές της φυλής είναι άνθρωποι που γυρνούν από χωριό σε χωριό και αφηγούνται ιστορίες. Οι Ματσιγκένγκα μαζεύονται κι ακούν για ώρες. Αυτή είναι η διασκέδαση και η χαρά τους.

Ο Μασκοφόρος σπουδάζει ανθρωπολογία, φαίνεται πως μπορεί να εξελιχθεί σε ταλαντούχο επιστήμονα. Μελετά τη μειονοτική κουλτούρα των Ματσιγκένγκα. Γίνεται λάβρος ιθαγενιστής. Προσηλυτίζεται πολιτιστικά. Καταλήγει μονομανής: διαρκώς καταφέρεται εναντίον των δυτικών, γλωσσολόγων και ιεραπόστολων, οι οποίοι εκχριστιανίζουν ταχύρρυθμα τις φυλές του Αμαζονίου. Το αποτέλεσμα είναι το απότομο πέρασμα των ιθαγενών από τη νομαδική στη στατική ζωή, αν και ο υποτιθέμενος εκσυγχρονισμός μοιάζει να είναι βιτρίνα. Κάποια στιγμή γίνεται γνωστό πως ο Μασκοφόρος μετοίκησε στο Ισραήλ με τον γέρο πατέρα του. Στην πραγματικότητα σβήνει τα ίχνη του.

Η ιστορία του Λιόσα αναπτύσσεται σε δυο παράλληλους αφηγηματικούς άξονες. Στον πρώτο μάς μιλά ο αφηγητής φίλος του Μασκοφόρου. Βρισκόμαστε στη Φλωρεντία το 1981. Ο αφηγητής βρίσκεται εκεί για να ξεχάσει για λίγο το Περού και τους Περουβιανούς, όμως αυτό αποδεικνύεται ιδιαίτερα δύσκολο. Επισκέπτεται μια έκθεση φωτογραφιών του Αμαζονίου σε μια κάπως μυστήρια γκαλερί της Φλωρεντίας και μία φωτογραφία ενός "ιστορητή" από τη φυλή Ματσιγκένγκα θα του τραβήξει την προσοχή και θα του θυμίσει έναν παλιό φίλο από τη Λίμα ο οποίος εξαφανίστηκε χωρίς να αφήσει ίχνη πίσω του. Οι μνήμες γίνονται όλο και πιο δυνατές, και τα δύο πρόσωπα αφηγούνται, ο καθένας με τον τρόπο του και τη δική του προσωπική γλώσσα, την ίδια ιστορία, ξεδιπλώνοντας κάθε φορά τις φανερές και κρυφές πλευρές της.

Έτσι, η αφήγηση πηγαίνει προς τα πίσω, στο 1958, όταν οι δυο συμφοιτητές, ο αφηγητής και ο Μασκοφόρος σπούδαζαν στη Λίμα και έπαιρναν αποφάσεις για τη ζωή τους. Με τη μέθοδο του αφηγηματικού παζλ, η ιστορία του Μασκοφόρου συμπληρώνεται με παλίνδρομες κινήσεις στον αφηγηματικό χρόνο. Ο αφηγητής είναι καθαρός εκπρόσωπος του δυτικού κόσμου. Ο ορθολογισμός είναι η θρησκεία του. Η σκέψη του αναπτύσσεται με μικρές επαγωγές, σε ευθεία γραμμή. Οταν το 1981 αναλαμβάνει να γυρίσει ορισμένες τηλεοπτικές εκπομπές για την τηλεόραση της Λίμα, πέφτει πάνω στον Μασκοφόρο και τα καλά κρυμμένα μυστικά του.


Σοφία Νικολαΐδου, εφημερίδα "Τα Νέα"
Ο Μασκοφόρος που έλεγε ιστορίες
Ενα παλιότερο μυθιστόρημα του Βάργκας Λιόσα έρχεται στο προσκήνιο μετά τη βράβευση του περουβιανού συγγραφέα με το Νομπέλ. Αφηγείται τη ζωή ενός ανθρώπου που γίνεται «ιστορητής» σε μια φυλή του Αμαζονίου.

H αφήγηση ιστοριών είναι πρωτογενής ανθρώπινη λειτουργία. Από τα ομηρικά κείμενα, που αποτέλεσαν τη λογοτεχνική βάση του δυτικού πολιτισμού, ώς το σουμεριακό έπος του Γιλγαμές κι από τις ιστορίες των χωρικών γύρω από τη φωτιά ώς τα παραμύθια που λέμε στα παιδιά, η αφήγηση συγκινεί, τέρπει, διδάσκει. Μόνο αυτό; «Αγγίζει μια κρυφή χορδή και τέρμα», απαντά κοφτά ένας από τους ήρωες του Λιόσα. Γι΄ αυτόν η αφήγηση δεν είναι απλή διασκέδαση αλλά «κάτι πρωτογενές από το οποίο εξαρτάται η ίδια η ύπαρξη ενός λαού».

Η αφήγηση δίνει μορφή στον κόσμο, θα έλεγε κάποιος φανατικός της λογοτεχνίας. Το μυθιστόρημα Ο άνθρωπος που έλεγε ιστορίες έχει ως ήρωά του έναν περουβιανό εβραίο, τον Μασκοφόρο. Το παρατσούκλι του νεαρού οφείλεται σε «μια ελιά βαθυκόκκινη σαν μπρούσκο κρασί, απλωμένη σε όλη τη δεξιά πλευρά του προσώπου του». Ο Μασκοφόρος ζει στη Λίμα. Αντιμετωπίζει την ειρωνεία και την εχθρότητα των ξένων, δέχεται την καταπιεστική αγάπη του πατέρα του, απολαμβάνει τη φιλία του αφηγητή. Η μοναχική ζωή του Μασκοφόρου δεν παρουσιάζει σκαμπανεβάσματα, ώσπου ο ήρωας μαθαίνει για τους Ματσιγκένγκα, μια ολιγομελή φυλή του Αμαζονίου. Οι ιστορητές της φυλής είναι άνθρωποι που γυρνούν από χωριό σε χωριό και αφηγούνται ιστορίες. Οι Ματσιγκένγκα μαζεύονται κι ακούν για ώρες. Αυτή είναι η διασκέδαση και η χαρά τους.

Ο Μασκοφόρος σπουδάζει ανθρωπολογία, φαίνεται πως μπορεί να εξελιχθεί σε ταλαντούχο επιστήμονα. Μελετά τη μειονοτική κουλτούρα των Ματσιγκένγκα. Γίνεται λάβρος ιθαγενιστής. Προσηλυτίζεται πολιτιστικά. Καταλήγει μονομανής: διαρκώς καταφέρεται εναντίον των δυτικών, γλωσσολόγων και ιεραπόστολων, οι οποίοι εκχριστιανίζουν ταχύρρυθμα τις φυλές του Αμαζονίου. Το αποτέλεσμα είναι το απότομο πέρασμα των ιθαγενών από τη νομαδική στη στατική ζωή, αν και ο υποτιθέμενος εκσυγχρονισμός μοιάζει να είναι βιτρίνα. Κάποια στιγμή γίνεται γνωστό πως ο Μασκοφόρος μετοίκησε στο Ισραήλ με τον γέρο πατέρα του. Στην πραγματικότητα σβήνει τα ίχνη του.

Η ιστορία του Λιόσα αναπτύσσεται σε δυο παράλληλους αφηγηματικούς άξονες. Στον πρώτο μάς μιλά ο αφηγητής φίλος του Μασκοφόρου. Βρισκόμαστε στη Φλωρεντία το 1981. Ο αφηγητής βρίσκεται εκεί «για να ξεχάσει για λίγο το Περού και τους Περουβιανούς», όμως αυτό αποδεικνύεται ιδιαίτερα δύσκολο. Με διάφορες αφορμές, η αφήγηση πηγαίνει προς τα πίσω, στο 1958, όταν οι δυο συμφοιτητές, ο αφηγητής και ο Μασκοφόρος σπούδαζαν στη Λίμα και έπαιρναν αποφάσεις για τη ζωή τους. Με τη μέθοδο του αφηγηματικού παζλ, η ιστορία του Μασκοφόρου συμπληρώνεται με παλίνδρομες κινήσεις στον αφηγηματικό χρόνο. Ο αφηγητής είναι καθαρός εκπρόσωπος του δυτικού κόσμου. Ο ορθολογισμός είναι η θρησκεία του. Η σκέψη του αναπτύσσεται με μικρές επαγωγές, σε ευθεία γραμμή. Οταν το 1981 αναλαμβάνει να γυρίσει ορισμένες τηλεοπτικές εκπομπές για την τηλεόραση της Λίμα, πέφτει πάνω στον Μασκοφόρο και τα καλά κρυμμένα μυστικά του.

Το δεύτερο αφηγηματικό νήμα αφορά τις ιστορίες που αφηγείται ένας ιστορητής των Ματσιγκένγκα, ο οποίος θα αποκαλύψει σταδιακά την ιδιαίτερη ταυτότητά του. Οι αφηγήσεις είναι φυγόκεντρες, οργανώνονται με βάση τη μαγική σκέψη της φυλής, διέπονται από παγανισμό και ανιμισμό, που διακρίνονται και αποδίδονται στη μετάφραση. Η φυλή των Ματσιγκένγκα, κυνηγοί, συλλέκτες, τοξότες, νομάδες, παράλογοι, μάγοι, ανιμιστές, ένας αδάμαστος κόσμος ακόμα στη Λίθινη Εποχή, προστατεύει τον ιστορητή και αρνείται να μιλήσει γι΄ αυτόν στους απ΄ έξω. Η μαγικήθρησκευτική κουλτούρα της φυλής που αντικαθρεφτίζεται στη πολυεστιακή αφήγηση, μας μεταφέρει στη «χαραυγή της ανθρώπινης ιστορίας».


Γρηγόρης Μπέκος, εφημερίδα "Το Βήμα"
Οι ιθαγενείς του Αμαζονίου και η μνήμη Βάργκας Λιόσα
Για πρώτη φορά στα ελληνικά ένα από τα πιο μαγευτικά βιβλία του περουβιανού συγγραφέα που βραβεύτηκε εφέτος με το Νομπέλ λογοτεχνίας.

Τα πάντα ξεκινούν από μια φωτογραφία.

Γυμνές, καθιστές φιγούρες ιθαγενών περικυκλώνουν μια όρθια σιλουέτα που μιλάει και τους καταπλήσσει κάπου στα ανατολικά της Αμαζονίας του Περού. Η φωτογραφία απεικονίζει έναν ιστορητή της μειονοτικής και νομαδικής φυλής Ματσιγκένγκα που έχει στον ώμο έναν παπαγάλο και κάτι που τον κάνει ξεχωριστό, «μια ελιά βαθυκόκκινη σαν μπρούσκο κρασί, απλωμένη σε όλη τη δεξιά πλευρά του προσώπου του». Ο ένας εκ των δύο βασικών αφηγητών και alter ego του Μάριο Βάργκας Λιόσα στο μυθιστόρημά του Ο άνθρωπος που έλεγε ιστορίες βλέπει το καλοκαίρι του 1981 την εν λόγω φωτογραφία σε μια γκαλερί της Φλωρεντίας και συγκινείται σφόδρα. Το περιστατικό αυτό του ερεθίζει μια μύχια, «κρυφή χορδή» που δεν είναι άλλη απ΄ αυτό που ευρύτερα ονομάζουμε κουλτούρα: αυτό που δεν ορίζεται ούτε απαραίτητα εξηγείται, αυτό που μας χαρακτηρίζει σε σχέση με τους άλλους χωρίς να εκριζώνεται από το μέσα μας. Απομακρυσμένος ο αφηγητής από τον γενέθλιο τόπο, αποφασίζει να γράψει για να θυμηθεί έναν φίλο από τα παλιά που έσβησε τα ίχνη του πριν από χρόνια. Αυτό γίνεται αφορμή να στοχαστεί τον εαυτό του και τον κόσμο μέσα από την τέχνη της αφήγησης που ο ίδιος υπηρετεί και να συνειδητοποιήσει την αρχέγονη και ζωοδότρια ανάγκη της ανθρωπότητας να διηγείται ιστορίες: ό,τι ακριβώς εξισώνει έναν «άγριο» ιθαγενή με τα στίφη του καταναλωτικού παροξυσμού.

Ο μυστηριώδης Μασκοφόρος
Η πολυπλόκαμη ιστορία του Λιόσα αναπτύσσεται γύρω από τον μυστηριώδη Μασκοφόρο που έλεγε ιστορίες, για την ακρίβεια που έμαθε να τις λέει αφού πρώτα τις απορρόφησε ως το μεδούλι. Στη Λίμα της δεκαετίας του ΄50 ο φίλος του αφηγητή, ο εβραίος Σαούλ Σουράτας (οι συμβολισμοί εδώ είναι επαρκώς εξόφθαλμοι), ένας περιθωριακός μεταξύ περιθωριακών λόγω της εμφάνισής του, αποφασίζει να παρατήσει τη Νομική και να σπουδάσει Εθνολογία σε πείσμα του πατέρα του που τον αγαπά και τον καταπιέζει. Η επαφή του με τους ιθαγενείς και τη ζούγκλα, η αγνότητα των ανθρώπων και του τόπου, του δημιουργούν μια πρωτόφαντη πνευματική και συγκινησιακή ταύτιση και ακολούθως τον προσηλυτίζουν πολιτισμικά στον καταγωγικό πυρήνα ενός κόσμου που μοιάζει να κατέχει την ουσία και την αλήθεια της ύπαρξης. Ο Σαούλ Σουράτας σαγηνεύεται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της φυλής των Ματσιγκένγκα και τους αφιερώνεται ολοκληρωτικά μαχόμενος όσους πιστεύει ότι τους σπιλώνουν με τις σκοπιμότητές τους, από τους ιεραποστόλους του επαχθούς εκχριστιανισμού ως τους επιστήμονες γλωσσολόγους και ανθρωπολόγους που κομίζουν τάχα ανιδιοτελές ερευνητικό ενδιαφέρον. Οι Ματσιγκένγκα επιβιώνουν από τη βιαιότητα των άλλων φυλών και των ξένων εισβολέων μέσα από την «περιπατητική» τους λογική, τη διασπορά και τον κατακερματισμό τους. Διατηρούν όμως τη συνοχή τους, τη συλλογική συνείδηση και μνήμη, μέσω των ιστορητών που με τα στόματά τους πλέκουν την άφατη αλυσίδα που τους κρατά μαζί και τους τραβά ώστε να «συνεχίζουν να περπατούν, για να μη πέσει ποτέ ο ήλιος» τους. Ο Περουβιανός Σαούλ, σαν άλλος Παύλος στον δρόμο προς τη Δαμασκό, αποφασίζει να μεταστραφεί και να ακολουθήσει την αντίστροφη πορεία του πολιτισμού, την επιστροφή στον «άλλο» χρόνο, «από το κοστούμι και τη γραβάτα ως τη γύμνια και το τατουάζ, από τα ισπανικά στα χειμαρρώδη κροταλίσματα της γλώσσας των Ματσιγκένγκα, από τη λογική στη μαγεία και από τη μονοθεϊστική θρησκεία ή τον δυτικό αγνωστικισμό ως τον παγανιστικό ανιμισμό».

Η πρόζα του Λιόσα ωστόσο γίνεται εμπνευσμένη και οργιαστική στις εμβόλιμες σελίδες όπου ο Μασκοφόρος αναδημιουργεί τον ιδιαίτερο μυθικό κόσμο των ιθαγενών, έναν κόσμο θρύλων και δοξασιών, όπου το καλό και το κακό, η ζωή και ο θάνατος, η φύση και ο άνθρωπος συνυπάρχουν σε μια αμόλυντη, πρωτεϊκή αχρονία του κόσμου. Αυτή η αφηγηματική φωνή «εκ των έσω», που συμφύεται με τα πυκνά δέντρα και κυλά μαζί με τα ποτάμια, συμπορεύεται με το υπόλοιπο βιβλίο σε μια ειλικρινή πολιτισμική (και συνεπώς πολιτική) ανησυχία του Λιόσα για τις πύρρειες νίκες του πολιτισμού επί της κουλτούρας. Η συμπάθεια του συγγραφέα για ό,τι ανθίσταται στην ισοπέδωση της παμφάγου παγκοσμιοποιημένης κουλτούρας προκαλεί σκέψη και συγκίνηση.


Ανταίος Χρυσοστομίδης, "Η Αυγή", 17.12.2010 (από το bestseller.gr)
Νόμπελ λογοτεχνίας 2010. Την περασμένη Κυριακή συστήσαμε μερικά από τα βιβλία του Μάριο Βάργκας Λιόσα που πρέπει, κατά τη γνώμη της στήλης, να διαβάσετε. Να ξεκινήσουμε τη σημερινή παρέλαση βιβλίων με ένα ακόμα βιβλίο του νομπελίστα συγγραφέα που έρχεται φρέσκο από το τυπογραφείο. Το «Ο άνθρωπος που έλεγε ιστορίες» (μτφρ. Τατιάνα Ραπακούλια, εκδ. Καστανιώτη) γράφτηκε το 1987 και, παρ' ότι θεωρείται από τα καλύτερα μυθιστορήματα του Λιόσα, εκδίδεται μόλις τώρα στα ελληνικά. Δύο άνθρωποι, ένας διανοούμενος κι ένας «ιστορητής» της φυλής Ματσιγκένγκα, αφηγούνται σε παράλληλες και με διαφορετικές μεταξύ τους γραφές ιστορίες που έχουν σχέση με τους πατροπαράδοτους μύθους του Αμαζονίου, και την επιρροή τους στη σύγχρονη ζωή. Καίριο, μαγικό, ευκολοδιάβαστο.


Θεωρώ παράσημο υψίστης τιμής το γεγονός ότι δεν υπάρχει καμμία αναφορά στη μετάφραση. Συνήθως όταν υπάρχει κάποιο σχόλιο για τον μεταφραστή, είναι επειδή δεν έκανε καλά τη δουλειά του. Η καλή μετάφραση οφείλει να μην γίνεται καν αντιληπτή ως τέτοια.

Υπάρχουν φυσικά και οι περιπτώσεις εξαιρετικών μεταφράσεων, ή μεταφράσεων εξαιρετικών έργων, ή ακόμη και εξαιρετικών μεταφράσεων εξαιρετικών έργων, δεν φιλοδοξώ όμως να συγκαταλεχθεί η παρούσα μετάφραση σε αυτές.

Διαβάζοντας τις θετικές κριτικές που γράφτηκαν, χαίρομαι που η μετάφρασή μου κατόρθωσε να αναδείξει την ομορφιά και την ιδιαιτερότητα του πρωτοτύπου αρκετά ώστε να αφήσει τις σωστές εντυπώσεις στους αναγνώστες.

Επόμενη ανάρτηση: Ο ιστορητής - Ιστορία ενός έρωτα

Ο κατάλογος όλων των αναρτήσεων που αφορούν το βιβλίο "Ο άνθρωπος που έλεγε ιστορίες" βρίσκεται στην ανάρτηση Ο ιστορητής - Εισαγωγή.

Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2011

Ο ιστορητής - Εισαγωγή

Αυτό εδώ είναι ένα βιβλίο που μετέφρασα και που εκδόθηκε πρόσφατα. Ένα βιβλίο που υπήρξε σημαντικό για μένα από τότε που το πρωτοδιάβασα, εδώ και δεκαπέντε χρόνια. Αρκετά σημαντικό ώστε να λαχταρήσω να το μεταφράσω και να καταφέρω να γίνει το όνειρο αυτό πραγματικότητα. Αρκετά σημαντικό ώστε να έχω πολλά να πω βιβλίο, για μένα, και για την περιπέτεια αυτής της μετάφρασης. Γι' αυτό και θα εγκαινιάσω το παρόν ιστολόγιο αφιερώνοντας μια σειρά αναρτήσεων στο βιβλίο αυτό, αρχής γενομένης με την παρούσα.

Κατάλογος αναρτήσεων που αφορούν το βιβλίο "Ο άνθρωπος που έλεγε ιστορίες"

1. Ο ιστορητής - Αναφορές στο δίκτυο

2. Ο ιστορητής - Ιστορία ενός έρωτα

3. Ο ιστορητής - Η περιπέτεια μιας μετάφρασης

4. Ο ιστορητής - Λέξη, όνομα, τίτλος

5. Ο ιστορητής - Ανατομία μιας μετάφρασης: υποσημειώσεις

6. Ο ιστορητής - Ανατομία μιας μετάφρασης: αντιφάσεις

7. Ο ιστορητής - Ανατομία μιας μετάφρασης: Ύφος

8. Ο ιστορητής - Ανατομία μιας μετάφρασης: Μεταφραστικές επιλογές

9. Ο ιστορητής - Παράρτημα (βιβλιογραφία και ευρετήριο)

10.
Ο ιστορητής - Σημείωμα της μεταφράστριας (ανέκδοτο)

11. Βραβεία λογοτεχνικής μετάφρασης 2011

Ο άνθρωπος που έλεγε ιστορίες

Μάριο Βάργκας Λιόσα


Μετάφραση: Τατιάνα Ραπακούλια

Επιμέλεια: Ελευθερία Κοψιδά

Μακέτα εξωφύλλου: Αντώνης Αγγελάκης

Εκδόσεις Καστανιώτη









El hablador

Mario Vargas Llosa

Πρώτη έκδοση 1987 (εγώ το διάβασα στην τρίτη έκδοση, 1994), εκδόσεις Seix Barral, Βαρκελώνη.

















Σήμερα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Alfaguara (φαίνεται πως έχουν πάρει όλα τα δικαιώματα του Λιόσα και έχουν επανεκδόσει όλα τα βιβλία του), με άλλο εξώφυλλο.
































































Κι επειδή οι εισαγωγές είναι βαρετές, σταματώ εδώ.

Επόμενη ανάρτηση: Ο ιστορητής - Αναφορές στο δίκτυο

Ο κατάλογος όλων των αναρτήσεων που αφορούν το βιβλίο "Ο άνθρωπος που έλεγε ιστορίες" βρίσκεται στην αρχή της παρούσας ανάρτησης Ο ιστορητής - Εισαγωγή.