Πέμπτη 31 Μαρτίου 2011

Ο ιστορητής - Ανατομία μιας μετάφρασης: Mεταφραστικές επιλογές

Προηγούμενη ανάρτηση: Ο ιστορητής - Ανατομία μιας μετάφρασης: Ύφος

Ξεκίνησα στην προηγούμενη ανάρτηση να μιλάω για την συνειδητή, διανοητική επεξεργασία του κειμένου, που έρχεται μετά από την φάση της εξοικείωσης και της μελέτης και που κινείται παράλληλα με την έμπνευση. Η μετάφραση, όπως όλοι γνωρίζουμε, δεν είναι απλή αντιστοίχιση λέξεων ή έστω τυποποιημένων φράσεων, διαφορετικά θα αρκούμασταν σε ένα λεξικό και σε ένα πρόγραμμα αυτόματης μετάφρασης. Η μετάφραση είναι μετουσίωση ενός κειμένου, και στην πορεία αυτής της μετουσίωσης ο μεταφραστής βρίσκεται διαρκώς αντιμέτωπος με αναρίθμητες επιλογές. Δουλειά του είναι να εντοπίσει τις εναλλακτικές λύσεις και να τις αξιολογήσει έτσι ώστε η αίσθηση που αφήνει στον αναγνώστη το μετάφρασμα να είναι όσο το δυνατόν πλησιέστερη στην αίσθηση που αφήνει και το πρωτότυπο.

Στην πορεία της μετάφρασης του Ιστορητή βρέθηκα κι εγώ αντιμέτωπη με πολλές επιλογές που με προβλημάτισαν.

Για παράδειγμα, υπάρχουν κάποιες λέξεις και φράσεις που επαναλαμβάνονται στο κείμενο σαν ένα είδος leitmotif. Λόγου χάρη οι λέξεις antes και después (άλλοτε και ύστερα), που αποδίδουν την αόριστη αίσθητη του χρόνου των Ματσιγκένγκα, το quizás και πιο συχνά το tal vez (ίσως ), και η φράση-ρεφραίν eso es, al menos, lo que yo he sabido (αυτό τουλάχιστον έμαθα εγώ).
Πειραματίστηκα με διάφορες εκδοχές μέχρι να καταλήξω στην τελική, την οποία επέλεξα κυρίως με αισθητικό ή συναισθηματικό αν θέλετε κριτήριο, δηλαδή με το "πώς ακούγονταν" όχι μόνο από την άποψη της ηχητικής αρμονίας, αλλά και από την άποψη της εντύπωσης και των συνειρμών που δημιουργούν. Το "πριν" και "μετά" λόγου χάρη θυμίζει μάλλον διαφήμιση κέντρου αδυνατίσματος, σε αντίθεση με το "άλλοτε" και "ύστερα" που είναι πιο ποιητικά και πιο αόριστα χρονικά, μια και δεν τοποθετούνται σε απευθείας σχέση με καποιο συγκεκριμένο γεγονός, αλλά γενικώς και αορίστως σε σχέση με το παρόν, μια έννοια κατά βάθος πολύ πιο ασαφή απ' όσο νομίζουμε, μια που το παρόν μπορεί να είναι σήμερα αλλά μπορεί να είναι και αυτός ο μήνας ή ακόμα και η φετινή χρονιά, και μπορεί να εκτείνεται λίγο ή πολύ πίσω στο παρελθόν ή μπροστά στο μέλλον, ανάλογα με το τι θέλουμε να πούμε.

Υπήρχαν ακόμη αρκετές λέξεις που εμφανίζονταν συχνά στο κείμενο, καθώς λέξεις που και είχαν κάποια βαρύτητα. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η απόδοσή τους έπρεπε να προσεχθεί για να δώσει κατά το δυνατόν την ίδια εντύπωση και στη μετάφραση. Τέτοιες ήταν οι λέξεις sabiduría, daño, corrupto και corromper, cocimiento, cacique και curaca, chacra, collpa, canoa, hierbero.

Sabiduría μπορεί να σημαίνει σοφία ή γνώση, και ομολογώ ότι αμφιταλαντεύτηκα πολύ ανάμεσα στα δύο. Με προβλημάτισε επιπλέον το γεγονός ότι η φράση-ρεφραίν του ιστορητή, το "eso es, al menos, lo que yo he sabido", περιέχει τη μετοχή του ρήματος saber (γνωρίζω, μαθαίνω) που έχει την ίδια ρίζα με το sabiduría (αλλά και με το sabio, που σημαίνει σοφός). Ο πειρασμός να μιλήσω για τη σοφία των μάγων και των παραδόσεων ήταν μεγάλος. Πραγματικά, έμοιαζε να είναι η πιο ενδεδειγμένη και κλασσική θα έλεγε κανείς λύση. Ωστόσο, ενταγμένο στο πλαίσιο της συγκεκριμένης αφήγησης, στο στόμα του πρωτόγονου ιστορητή των ιθαγενών, κάποιες φορές ακουγόταν προσποιητή και παράταιρη. Ορισμένες φορές πάλι τα συμφραζόμενα την έκαναν να μοιάζει βαρύγδουπη και εκτός τόπου: όταν μιλάμε για την πληροφορία των ιδιοτήτων ενός φαρμακευτικού φυτού, η έννοια της γνώσης μου φαινόταν πιο ταιριαστή από την έννοια της σοφίας. Άλλωστε, η σοφία των αρχαίων λαών τι άλλο είναι αν όχι συσσωρευμένη γνώση ή απόσταγμα γνώσης?
Τελικά, μετά από πολλή περίσκεψη, κατέληξα ότι για όλους τους παραπάνω λόγους, αλλά επιπλέον (και κυρίως) επειδή "μου ακουγόταν καλύτερα", η sabiduría θα έπρεπε να είναι γνώση, και το saber (he sabido) θα έπρεπε να είναι μαθαίνω (έμαθα).

Η λέξη collpa δεν αποδίδεται επακριβώς στα ελληνικά. Είναι ένας τόπος όπου το έδαφος περιέχει αρκετό νερό και τα ζώα πηγαίνουν να γλείψουν το νοτερό χώμα για να πάρουν την υγρασία του αλλά και το αλάτι που περιέχει. Για τα πλάσματα της ζούγκλας είναι ζωτικής σημασίας και είναι κάτι οικείο, κομμάτι της καθημερινότητάς τους. Ήθελα η ελληνική απόδοση να δίνει την ίδια αίσθηση, γι' αυτό απέκλεισα τις περιφραστικές και περιγραφικές αποδόσεις. Έπρεπε να είναι κάτι οικείο και άμεσα κατανοητό, που να δίνει την ίδια αίσθηση της ανάγκης. Φυσικά έπρεπε να εκφράζει το γεγονός ότι περιέχει (τουλάχιστον) νερό, αλλά ότι η ποσότητα του νερού είναι μικρή και κυμαινόμενη. Η μόνη λέξη που κάλυπτε όλες τις προϋποθέσεις ήταν ο νερόλακος (λέξη που χρησιμοποιείται επίσης για να αποδώσει το waterhole, τους τόπους όπου πίνουν νερό τα ζώα της αφρικανικής σαβάνας).
Έχασα έτσι την ιδιαιτερότητα της λέξης collpa, μιας λέξης ασυνήθιστης στα ισπανικά που δεν υπάρχει καν στα λεξικά και δίνει εξωτική εντύπωση στον ισπανόφωνο αναγνώστη (ακόμη και σε μια μερίδα των ίδιων των Περουβιανών) μεταφέροντας το άρωμα της ζούγκλας, αλλά κράτησα την αίσθηση της οικειότητας, της καθημερινότητας και της ανάγκης, που έκρινα πιο σημαντικές.

Αντίστοιχη ιστορία έχει και η λέξη chacra, λέξη της Νότιας Αμερικής που προέρχεται από τη γλώσσα Κέτσουα και σημαίνει κτήμα, χωράφι. Και πάλι επέλεξα να την πω απλώς χωράφι, λέξη της καθημερινότητας ενός αγρότη, χωρίς να αναζητήσω κάτι πιο εξωτικό και ιδιαίτερο.

Η λέξη canoa σημαίνει βέβαια κανώ. Έλα όμως που το κανώ έχει συνδεθεί στις μέρες μας με τα σύγχρονα ελαφρά σκάφη που χρησιμεύουν για το γνωστό άθλημα, και δεν έχει τίποτε το εξωτικό πια; Αντίθετα η λέξη πιρόγα περιγράφει θαυμάσια τον συγκεκριμένο τύπο σκάφους, και φέρνει αμέσως συνειρμικά την εικόνα μνελαψών ιθαγενών και ενός ποταμού με πυκνή τροπική βλάστηση (άλλωστε η πιρόγα προέρχεται από τη λέξη piragua, η οποία αναφέρεται σε σκάφος όμοιο με το κανώ αλλά λίγο μεγαλύτερο).

Το cocimiento με ταλαιπώρησε αρκετά, και ομολογώ ότι δεν είμαι απόλυτα ικανοποιημένη με την επιλογή μου. Διάλεξα τη λέξη μαντζούνι, ένα λαϊκό γιατροσόφι με μορφή αφεψήματος από βότανα, όπως ακριβώς και το αφέψημα των ιθαγενών μάγων. Η λέξη cocimiento δεν έχει βέβαια την ίδια λαϊκή συνυποδήλωση, το ίδιο το παρασκεύασμα όμως κατά τη γνώμη μου την έχει.

Η λέξη cacique προέρχεται από την Καραϊβική και χρησιμοποιείται ευρέως στη Νότιο Αμερική για να δηλώσει είτε έναν φύλαρχο, είτε κάποιο πρόσωπο με πολιτική επιρροή σε μικρές ομάδες ή περιοχές (μερικές φορές έχει και αρνητικές συνυποδηλώσεις, στη δική μας περίπτωση όμως δεν υπήρχε τέτοιο ζήτημα). Είναι μια λέξη με ιδιαίτερη χροιά, η οποία χάνεται στη μετάφραση. Ο Φώτης Κόντογλου την έχει αποδώσει "κασίκης" σε κάποιο κείμενό του. Μετά από πολλή σκέψη, ωστόσο, αποφάσισα ότι το φύλαρχος κάλυπτε επαρκώς το νόημα που έπρεπε να αποδοθεί, εξασφαλίζοντας την την απρόσκοπτη κατανόηση και την ομαλή ροή του κειμένου, έστω και με το τίμημα της απώλειας της γεύσης του Αμαζονίου (γιατί φύλαρχοι υπάρχουν βέβαια και σε άλλες ηπείρους).
Σε ένα σημείο του κειμένου, στο κεφάλαιο VI, εκεί που περιγράφεται η επίσκεψη στα χωριά Νέο Φως και Νέος Κόσμος, χρησιμοποιείται η λέξη curaca, που δηλώνει τον αρχηγό της κοινότητας. Προτίμησα να τη μεταφράσω κι αυτήν φύλαρχος, χωρίς διευκρινίσεις και χωρίς υποσημειώσεις, κρίνοντας ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η ελαφριά διαφορά στη σημασία των δύο λέξεων δεν έπαιζε ρόλο ούτε στην κατανόηση ούτε στο ύφος του κειμένου.

Είμαι πολύ ευχαριστημένη με την απόδοση του corromper ως μαγαρίζω και του corrupto ως μαγαρισμένος. Μου πήρε κάμποση σκέψη και προβληματισμό, κάμποσο παιχνίδι με λέξεις και πειραματισμό, ώσπου να καταλήξω στη λέξη αυτή. Είμαι σίγουρη όμως ότι δίνει ακριβώς αυτό που ήθελε να δώσει ο συγγραφέας: την πτώση, το μίασμα, το στίγμα , την απώλεια της αθωότητας (κάτι που σε καμία περίπτωση δεν θα έδινε η κυριολεκτική μετάφραση της λέξης, το "διαφθείρω").

Ίσως η λέξη που περισσότερο με παίδεψε να ήταν το hierbero. Χρησιμοποιείται στο Μεξικό και στην Κούβα για να δηλώσει τον πρακτικό γιατρό που χρησιμοποιεί βότανα.
Όσο εύκολο είναι να αντιληφθεί κανείς το νόημά της τόσο δύσκολο είναι να τη μεταφράσει. Βοτανολόγος δεν θα μπορούσε να είναι, όχι εφόσον μιλάμε για έναν πρωτόγονο ιθαγενή. Αν ήταν γυναίκα, ίσως να την έλεγα γιάτρισσα, αλλά για άντρα δεν έβρισκα κάτι αντίστοιχο. Ενώ είχα την αίσθηση ότι υπήρχε ή ότι έπρεπε να υπάρχει μια λέξη που να αποδίδει αυτό που ήθελα, δεν μπορούσα να την εντοπίσω. Όσο παράξενο κι αν φαίνεται, έξαψα σε ίντερνετ, σε εγκυκλοπαίδειες, σε λεξικά, ρώτησα φίλους και συναδέλφους - τίποτα.
Έτσι κατέληξα στη λεξιπλασία, δημιουργώντας τη λέξη βοτανοτρίφτης.
Άλλωστε και ο ίδιος ο συγγραφέας είχε κάνει κάτι αντίστοιχο με τη συγκεκριμένη λέξη, όπως και με τη λέξη hablador που χαρακτηρίζει τον κεντρικό ήρωα. Μπορεί να μην είχε πλάσει τις λέξεις, αλλά τους είχε αποδώσει ένα νόημα που προηγουμένως δεν είχαν και τις είχε τοποθετήσει σε τελείως διαφορετικό πλαίσιο. Αν δεν μπορούμε να μιλήσουμε για λεξιπλασία, μπορούμε ίσως να μιλήσουμε για λεξιμετάλλαξη.

Αξίζει ίσως ν' αναφερθώ εδώ σε κάποιες αλλαγές που έκανα, αφανείς στον αναγνώστη της μετάφρασης και εμφανείς μόνο σε όποιον διαβάσει παράλληλα και το πρωτότυπο. Για παράδειγμα το trompetero, ένα πουλί που δεν έχει όνομα στα ελληνικά ούτε σε άλλη ευρωπαϊκή γλώσσα, προτίμησα να το αποδώσω τσακάμι (chakami), όπως ονομάζεται στη γλώσσα των Ματσιγκένγκα. Αφού έτσι κι αλλιώς θα έπρεπε να μεταγράψω από μια ξένη γλώσσα και το αποτέλεσμα θα ήταν μια ακατανόητη για τον αναγνώστη λέξη, θεώρησα προτιμότερο η λέξη αυτή να ανήκει στη γλώσσα των ιθαγενών, μια που όλη η ιστορία εκτυλίσσεται στον δικό τους κόσμο και μας μεταφέρεται από το στόμα ενός δικού τους ανθρώπου, παρά στην ισπανική, που αποτελεί απλώς το όχημα του συγγραφέα για να επικοινωνήσει μαζί μας.

Καθώς διάβαζα το κείμενο και ζύγιζα τις επιλογές μου, είχα πάντα κατά νου το γεγονός ότι τα ισπανικά του Περού (και της Νότιας Αμερικής γενικά) μπορεί να φαντάζουν κάπως εξωτικά σε έναν Ισπανό (και σε κάποιον που έχει μάθει τη γλώσσα όπως αυτή μιλιέται στην Ισπανία), αλλά προφανώς δεν είναι διόλου εξωτικά για έναν Περουβιανό: για εκείνον είναι η γλώσσα της καθημερινότητάς του. Έπρεπε λοιπόν να θυμάμαι ότι δεν μετέφραζα από τα ισπανικά αλλά από τα περουβιανά και να επιλέγω αντίστοιχα. Το σκεπτικό αυτό, ωστόσο, δεν έπρεπε να με παρασύρει σε βαθμό που να αντιπαρέλθω το γεγονός ότι το συγκεκριμένο κείμενο είχε όντως εξωτική χροιά, ακόμη και για τους Περουβιανούς, επειδή ακριβώς ο συγγραφέας το είχε θελήσει έτσι. Χρειαζόταν επομένως να εντοπίζω και να διατηρώ πάντα την ισορροπία ανάμεσα στους δύο αυτούς παράγοντες.

Έβαλα τα δυνατά μου να το πετύχω κι αισθάνομαι αρκετά ικανοποιημένη από το αποτέλεσμα. Μακάρι οι αναγνώστες να νιώσουν την ίδια ικανοποίηση διαβάζοντάς το.

Επόμενη ανάρτηση: Ο ιστορητής - Παράρτημα: βιβλιογραφία και ευρετήριο.

Ο κατάλογος όλων των αναρτήσεων που αφορούν το βιβλίο "Ο άνθρωπος που έλεγε ιστορίες" βρίσκεται στην ανάρτηση Ο ιστορητής - Εισαγωγή.

Παρασκευή 11 Μαρτίου 2011

Ο ιστορητής - Ανατομία μιας μετάφρασης: Ύφος

Προηγούμενη ανάρτηση: Ο ιστορητής - Ανατομία μιας μετάφρασης: Αντιφάσεις

Tο ύφος ίσως να είναι το χαρακτηριστικό ενός κειμένου που δυσκολότερα μπορεί να περιγραφεί και κατά συνέπεια να μεταφραστεί, να αποδοθεί δηλαδή με μια άλλη γλώσσα. Στην πραγματικότητα, έχω την φρικτή υποψία - για να μην πω βεβαιότητα - ότι το ύφος δεν μεταφράζεται. Αυτή η σκέψη όμως μπορεί να μας οδηγήσει σε μια ευρύτερη συζήτηση γύρω από το αν η μετάφραση είναι στην ουσία εφικτή ή όχι, συζήτηση που ξεφεύγει από τα όρια της παρούσας ανάρτησης και που έχει ήδη απασχολήσει κατά κόρον λογίους και ακαδημαϊκούς.

Το κείμενο του Λιόσα, όπως κάθε κείμενο, είχε το προσωπικό του ύφος, και ήταν δική μου δουλειά να το αποδώσω στα ελληνικά. Το συγκεκριμένο βιβλίο όμως διέφερε αρκετά από τα άλλα βιβλία του ίδιου συγγραφέα.
Ο Λιόσα μας έχει συνηθίσει σε ένα πολύ ιδιαίτερο δικό του ύφος που ανέπτυξε ιδιαίτερα στο Πράσινο σπίτι, στο Ο Πανταλεόν και οι επισκέπτριες, στη Γιορτή του τράγου, στην πρώτη του μεγάλη επιτυχία Η πόλη και τα σκυλιά, και αλλού. Το ύφος αυτό χαρακτηρίζεται από συγκεκομμένες προτάσεις και αλληλοεμπλεκόμενους διαλόγους, συνυφασμένα και συνδυασμένα με τέτοιον τρόπο που να έχει κανείς την αίσθηση ότι παρακολουθεί ταυτόχρονα τρεις ή περισσότερες ιστορίες να εξελίσσονται μπροστά του σε ισάριθμες οθόνες, και όσο ο ρυθμός εντείνεται τόσο οι φράσεις γίνονται πιο σύντομες, πιο συντετμημένες, πιο αποσπασματικές, ώσπου νιώθουμε ίλιγγο από τη διαρκή εναλλαγή των ιστοριών.
Ένα άλλο τυπικό ύφος του Λιόσα είναι αυτό που χρησιμοποιεί στα ερωτικά του μυθιστορήματα, όπως είναι το Μητριάς εγκώμιο και τα Τετράδια του δον Ριγοβέρτο. Πρόκειται για ένα ανάλαφρο, παιχνιδιάρικο τόνο, που φέρνει στο νου ερωτικά κείμενα του δεκάτου ενάτου αιώνος ή περιπέτειες του Καζανόβα. Οι ερωτικές περιγραφές είναι αισθησιακές χωρίς να γίνονται ποτέ χυδαίες, περιγραφικές χωρίς να εκπίπτουν σε μάθημα ανατομίας, υπαινικτικές χωρίς να γίνονται ψευδοσεμνότυφες.
Σε άλλα βιβλία του, όπως το Ο παράδεισος στην άλλη γωνία και το πρόσφατο Όνειρο του κέλτη χρησιμοποιεί την κλασσική τεχνική των παράλληλων αφηγήσεων σε διαφορετικές χρονικές στιγμές και από την οπτική γωνία διαφορετικών προσώπων. Εννοείται ότι σε κάθε βιβλίο συνδυάζει τα διάφορα στυλ, τα παραλλάσσει και τα διαφοροποιεί.

Στον Ιστορητή, όμως, δημιουργεί ένα ύφος καινούριο, ξεχωριστό, αποκλειστικά για τις ανάγκες αυτής της ιστορίας. Στην πραγματικότητα, έχουμε δύο διαφορετικά στυλ: ένα για τον "πολιτισμένο", εξευρωπαϊσμένο, δυτικότροπο αφηγητή, που είναι ο ίδιος ο Λιόσα, και ένα για τον "πρωτόγονο", άγριο ιθαγενή, που αφηγείται τις ιστορίες του κόσμου του. Το πρώτο θυμίζει ημερολόγιο ή ακόμη και χρονογράφημα σε κάποια σημεία και δίνει την εντύπωση μιας προσωπικής αφήγησης σύγχρονου ανθρώπου χωρίς μεγάλες λογοτεχνικές φιλοδοξίες. Το δεύτερο είναι τελείως διαφορετικό: σύνταξη, γραμματική, λεξιλόγιο, όλα είναι ανοίκεια, όλα δίνουν ένα ρυθμό και μια μελωδία ξένη στα αυτιά μας, κυματιστή και κομματιαστή, διαφορετική από οτιδήποτε έχουμε συνηθίσει. Δίχως να θέλω διόλου να υποτιμήσω τη σημασία αλλά και τις δυσκολίες του πρώτου στυλ (γιατί συχνά το φαινομενικά οικείο μας ξεγελά και δεν του δίνουμε την πρέπουσα σημασία), αυτό που περισσότερο με απασχόλησε και με προβλημάτισε ήταν το δεύτερο.

Πώς να μιλήσεις με τη φωνή ενός ανθρώπου της νεολιθικής εποχής? Πώς να αποδώσεις τον τρόπο ενός πολιτισμού τόσο ξένου? Πώς να μπεις στο πετσί μιας κουλτούρας τόσο μακρινής, όχι μόνο στον χώρο αλλά και στον χρόνο?
Στην πραγματικότητα, αντιμετώπιζα με τη σειρά μου το ίδιο πρόβλημα που είχε αντιμετωπίσει κατά ομολογία του και ο ίδιος ο Λιόσα: "Πώς μπορούσα να γράψω μια ιστορία για τους ιστορητές χωρίς να γνωρίζω ούτε στο περίπου τις πεποιθήσεις, τους μύθους, τις συνήθειες, την ιστορία τους; [...] Είχα μουτζουρώσει τετράδια και είχα περάσει ώρες στην πλατεία του Τροκαντερό, στη βιβλιοθήκη και στις βιτρίνες του Μουσείου του Ανθρώπου, προσπαθώνατς να τους καταλάβω και να τους πλησιάσω, αλλά μάταια. Επινοημένες καθώς ήταν από μένα, οι φωνές των ιστορητών ακούγονταν παράτονες." Ο άνθρωπος που έλεγε ιστορίες, κεφάλαιο IV, σελ. 105-106).
Δεν αρκούσε λοιπόν να διαβάσω το πρωτότυπο του Λιόσα. Έπρεπε, με κάποιον τρόπο, να βρω το πρωτότυπο του ίδιου του ιστορητή. Έπρεπε να ακούσω τη φωνή των Ματσιγκένγκα.
Πώς όμως να το κάνω αυτό? Με δεδομένο το υψηλό κόστος των εισιτηρίων για την Αμαζονία και τις δυσκολίες ενός ταξιδιού στη ζούγκλα, κατέφυγα κι εγώ, όπως και ο Λιόσα, στη βιβλιογραφία. Έχοντας στη διάθεσή μου ένα εργαλείο όπως το διαδίκτυο, το πράγμα ήταν ευτυχώς σχετικά εύκολο. Συγκέντρωσα ό,τι κείμενα μπορούσα να βρω για εκείνους, μεταξύ άλλων και τα γραπτά των δομηνικανών ιεραπόστολων καθώς και το λεξικό των Βαπτιστών γλωσσολόγων και που αναφέρονται στο μυθιστόρημα. Σε ορισμένα κείμενα υπήρχαν καταγεγραμμένοι αυτολεξεί ορισμένοι μύθοι των Ματσιγκένγκα (τους οποίους σκοπεύω να μεταφράσω και να παραθέσω σε επόμενη ανάρτηση) και σε κάποιες ιστοσελίδες υπήρχαν ηχογραφημένα αποσπάσματα από τη μετάφραση της Βίβλου των Βαπτιστών ιεραποστόλων, με τη φωνή των Ματσιγκένγκα.
Άκουσα και ξανάκουσα αυτά τα αποσπάσματα, προσπαθώντας όχι μόνο να πιάσω τη σωστή προφορά των λέξεων (γιατί οι λέξεις της γλώσσας Ματσιγκένγκα ήταν γραμμένες διαφορετικά στο βιβλίο του Λιόσα και διαφορετικά στο λεξικό της κυρίας Σνελ, με αποτέλεσμα να μπω σε δίλημμα για τη μεταγραφή τους), αλλά να πιάσω το ρυθμό και τη μουσική της γλώσσας, να πιάσω κάτι από το αδιόρατο πνεύμα αυτού του μακρινού λαού.

Όλα αυτά, για μένα, είναι αναγκαία προετοιμασία για μια μετάφραση. Η κατάδυση στον κόσμο του κειμένου προϋποθέτει εμβάθυνση σε όλα τα στοιχεία που τον απαρτίζουν. Διαβάζεις ένα κείμενο ξανά και ξανά, το αφήνεις να σε διαποτίσει, το παρατάς και το ξαναπιάνεις, στρέφεις για λίγο την προσοχή σου σε άλλα θέματα, και κάποια μέρα κάθεσαι στον υπολογιστή, ανοίγεις το βιβλίο και γράφεις, γράφεις, και είναι σα να μη γράφεις εσύ, σάμπως τα δάχτυλά σου να γνωρίζουν από μόνα τους τι πρέπει να γράψουν, λες και κάποιο άγνωστο πνεύμα σε έχει καταλάβει και σου υπαγορεύει το κείμενο. Είναι κάπως σα ν' αφήνεσαι να λικνιστείς στο ρυθμό μιας μελωδίας που σε ξεσηκώνει, ή στο ρυθμό μιας ερωτικής περίπτυξης. Ακολουθείς να βήματα του καβαλιέρου σου, συντονίζεις τις κινήσεις σου με εκείνες του εραστή σου, και το κείμενο ρέει, ρέει ασταμάτητα και πρέπει μόνο να προσέξεις να μη σταματήσεις, να μην κοιτάξεις κάτω, γιατί βαδίζεις πάνω σε τεντωμένο σχοινί χωρίς δίχτυ ασφαλείας, και το μόνο που σε σώζει είναι να προχωρείς σταθερά μπροστά.

Φυσικά αυτό δεν σε απαλλάσσει από την επεξεργασία του κειμένου: μπορεί να μεταφράζω έτσι, αλλά μετά ξαναδιαβάζω, και ξαναδιαβάζω, και σβήνω και ξαναγράφω, σε βαθμό που το αρχικό κείμενο, καρπός της έμπνευσης ή της έκστασης αν θέλετε, να γίνεται πολλές φορές αγνώριστο. Και όμως δεν θα μπορούσα να κάνω το ένα δίχως το άλλο: χρειάζομαι και το ανεξέλεγκτο εκστατικό ταξίδι, και την προσγειωμένη ορθολογιστική κατεργασία.

Αλλά γι' αυτό θα μιλήσω στην επόμενη ανάρτηση:

Ο ιστορητής - Ανατομία μιας μετάφρασης: Mεταφραστικές επιλογές

Ο κατάλογος όλων των αναρτήσεων που αφορούν το βιβλίο "Ο άνθρωπος που έλεγε ιστορίες" βρίσκεται στην ανάρτηση Ο ιστορητής - Εισαγωγή.