Κυριακή 20 Απριλίου 2025

Πώς πήρε ο καθεδρικός την κάτω βόλτα

Πριν από δεκαπέντε χρόνια κυκλοφόρησε το βιβλίο El hablador του Mario Vargas Llosa, κατόπιν δικής μου πρότασης στον εκδότη και σε δική μου μετάφραση, με τίτλο Ο άνθρωπος που έλεγε ιστορίες. Την περιπέτεια εκείνης της μετάφρασης την έχω αφηγηθεί σε μια σειρά έντεκα αναρτήσεων με γενικό τίτλο Ο ιστορητής. Όσοι έχουν διαβάσει αρκετά έργα του, ξέρουν ότι υπάρχουν πολλά ονόματα που επανέρχονται - ονόματα τόπων, ανθρώπων, καταστημάτων, οργανώσεων... Έτσι λοιπόν, αφού έκανα το πρώτο προσχέδιο της μετάφρασης, θέλησα να διαβάσω μεταφράσεις άλλων βιβλίων του από άλλους συναδέλφους, για να δω πώς είχαν αποδοθεί αυτά τα ονόματα. Πέρασα αρκετές μέρες στη βιβλιοθήκη του Ινστιτούτου Θερβάντες, αντιπαραβάλλοντας πρωτότυπα με μεταφράσεις, αποδελτιώνοντας και κρατώντας σημειώσεις. Κάποια στιγμή ήρθε και η σειρά του μυθιστορήματος Conversación en la Catedral, που έχει κυκλοφορήσει στα ελληνικά από τις εκδόσεις Εξάντας με τον τίτλο Πότε πήραμε την κάτω βόλτα.

Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα έργα του Vargas Llosa. Πολυεπίπεδο και δαιδαλώδες, περιγράφει την κατάσταση στο Περού την περίοδο της δικτατορίας του Μανουέλ Οδρία. Με κεντρικό άξονα μια αστυνομική πλοκή όχι και τόσο προσχηματική, μας φέρνει σε επαφή με ανθρώπους από όλα τα κοινωνικά στρώματα και τους πολιτικούς χώρους, που εμπλέκονται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, άμεσα ή έμμεσα, στα πολιτικά τεκταινόμενα της χώρας. Με τον γνωστό του γλαφυρό τρόπο, ο Μάριο μας δείχνει για άλλη μια φορά σε τι βαθμό το προσωπικό είναι πολιτικό και αντιστρόφως.

Το βιβλίο αυτό το είχα διαβάσει χρόνια πριν, συγκαταλεγόταν στα αγαπημένα μου και το είχα στη βιβλιοθήκη μου, αλλά μόνο στα ισπανικά. Αναζήτησα το ελληνικό στη βιβλιοθήκη και άρχισα να τα αντιπαραβάλλω. Όταν έφτασα στο τέλος του ελληνικού τόμου, διαπίστωσα ότι σταματούσε στα μισά: από τα πέντε μέρη στα οποία χωρίζεται το έργο, περιείχε μόνο τα τρία πρώτα. Το βρήκα φυσικό, καθώς ήξερα ότι το έργο αυτό, λόγω όγκου, είχε κυκλοφορήσει και στα ισπανικά σε διάφορες εκδόσεις ως δίτομο. Σκέφτηκα λοιπόν ότι ο ελληνικός τόμος που κρατούσα στα χέρια μου θα ήταν ο πρώτος και απλώς δεν είχα μπορέσει να εντοπίσω στο ράφι τον δεύτερο. Πήγα στη γραμματεία και τον ζήτησα, αλλά μου είπαν ότι δεν τον είχαν. Υπέθεσα ότι κάποιος τον είχε δανειστεί, αλλά μου είπαν πως όχι, δεν είχαν δεύτερο τόμο καθόλου. Παραξενεμένη, ρώτησα πώς ήταν δυνατόν να έχουν μόνο τον έναν τόμο από ένα δίτομο έργο και μου απάντησαν ότι δεν ήταν δίτομο, δεν υπήρχε δεύτερος τόμος, η ελληνική έκδοση περιλάμβανε μόνο τον έναν τόμο που κρατούσα στα χέρια μου – ο οποίος περιείχε μόνο το πρώτο μισό του βιβλίου.

Πεπεισμένη ότι είχε γίνει κάποιο λάθος, έψαξα στο ίντερνετ και διαπίστωσα ότι πράγματι έτσι ήταν: το βιβλίο είχε κυκλοφορήσει στα ελληνικά σε έναν μόνο τόμο. Έκανα τη σκέψη πως οι εκδότες θα σκόπευαν να εκδώσουν και τον δεύτερο τόμο κάποια στιγμή, αλλά η έκδοση δεν ήταν και τόσο πρόσφατη για να στέκει λογικά κάτι τέτοιο, άλλωστε ο τόμος αυτός δεν έγραφε πουθενά "Τόμος Α" ή "Μέρος πρώτο" ή κάτι άλλο που να δίνει στον αναγνώστη να καταλάβει ότι έπεται συνέχεια. Επικοινώνησα με τις εκδόσεις, το έλεγξαν και μου είπαν ότι είχα δίκιο. Το έργο είχε κυκλοφορήσει μισό εκ παραδρομής και δεν το είχαν αντιληφθεί μέχρι που τους το επεσήμανα εγώ. Όταν έγινε σαφές αυτό, ρώτησα αν σκόπευαν να εκδώσουν και το υπόλοιπο, προσθέτοντας ότι θα ήταν χαρά μου να το μεταφράσω εγώ. Δυστυχώς όμως δεν υπήρχε άμεση προοπτική έκδοσης.

Παραθέτω τμήμα της αλληλογραφίας μας:

«Η μετάφραση έγινε από ένα hardback πρωτότυπο των εκδόσεων Seix Barral, παλαιότερο της επανέκδοσης του 1996, το οποίο επίσης δεν ανέφερε πουθενά ότι επρόκειτο για πρώτο τόμο και το οποίο τελείωνε ακριβώς στο σημείο όπου τελειώνει και το δικό μας [...].

Πρόκειται για ένα άνευ προηγουμένου εκδοτικό “ατύχημα”, για το οποίο δυστυχώς είναι αδύνατον να υπάρξει κάποιου είδους επανόρθωση. Το βιβλίο είναι σχεδόν εξαντλημένο και δεν διαφαίνεται πιθανότητα επανέκδοσής του, τουλάχιστον από τον Εξάντα. Μπορούμε μονάχα να ζητήσουμε συγγνώμη, από εσάς και όλους τους μέχρι τώρα ανυποψίαστους αναγνώστες, γι' αυτή την απολύτως ακούσια παράλειψη

Η αμέσως επόμενη κίνησή μου ήταν να ενημερώσω τον αείμνηστο Ανταίο Χρυστοστομίδη, τότε υπεύθυνο ξένων γλωσσών τις εκδόσεις Καστανιώτη, με τις οποίες συνεργαζόμουν για την έκδοση του El hablador. Ωστόσο ούτε από εκεί υπήρχε δυνατότητα για άμεση έκδοση κι έτσι το πράγμα έμεινε στο ψυγείο. 

Και θα μου πείτε, το ξέρεις αυτό εδώ και δεκαπέντε χρόνια και μας το λες τώρα; 

Η αλήθεια είναι ότι σκέφτηκα τότε να μοιραστώ την ανακάλυψή μου με την ανθρωπότητα, αλλά με συγκράτησε μια καθαρά εγωιστική σκέψη: θα ήθελα να κυκλοφορήσει το έργο σε δική μου μετάφραση και φοβήθηκα ότι αν το μάθαιναν όλοι, μπορεί να το ανέθεταν σε κάποιον άλλο. Αφενός είχα αρχίσει να το νιώθω κατά κάποιον τρόπο “δικό μου”, μια που εγώ διαπίστωσα αυτήν την έλλειψη, αφετέρου αγαπούσα πολύ αυτό το έργο και ήθελα να το μεταφράσω εγώ. Καθώς λοιπόν δεν υπήρχε άμεσα πρόθεση έκδοσης του έργου, ξεκίνησα να το μεταφράζω ιδιωτικά, από αγάπη κι από βίτσιο. Μου πήρε χρόνια, γιατί το έργο είναι μεγάλο και καταγινόμουν στον ελεύθερο χρόνο μου, που δεν ήταν ποτέ άφθονος, αλλά κάποια στιγμή τελείωσε και είναι πλέον έτοιμη. Προφανώς εξακολουθώ να θέλω να εκδοθεί η μετάφρασή μου, ενώ όμως όλα αυτά τα χρόνια με διακατείχε μια μυστικοπάθεια και δεν είχα θελήσει να το μοιραστώ παρά μόνο με ελάχιστα και έμπιστα άτομα, σήμερα πια δεν με νοιάζει αν το μάθουν όλοι κι αν μου “κλέψουν την ιδέα” της έκδοσης.

Ποιαν ιδέα, άλλωστε; Το έργο είναι δημιούργημα του Μάριο, όχι δικό μου. Αν ανήκει σε κάποιον, ανήκει στο κοινό του. Εγώ σαν μεταφράστρια δεν είμαι παρά το όχημα διαμέσου του οποίου το έργο φτάνει στο αναγνωστικό κοινό. Ναι, εγώ ήμουν εκείνη που διαπίστωσε το ολίσθημα της έκδοσης, αλλά θα μπορούσε να το διαπιστώσει και κάποιος άλλος (και ποιος ξέρει, ίσως κάποιος να το έχει ήδη διαπιστώσει παράλληλα με μένα). Αυτή η διαπίστωση όμως δεν μου δίνει το δικαίωμα να προβάλλω αξιώσεις. 

Μακάρι να κυκλοφορήσει το έργο στα ελληνικά στην πλήρη του μορφή, για χάρη των αναγνωστών κυρίως, αλλά και για τη μνήμη του συγγραφέα. Είναι πραγματικά κρίμα ένα τόσο σημαντικό έργο –για πολλούς το σημαντικότερο του Vargas Llosa– να κυκλοφορεί στα ελληνικά μισό. Το ποιος θα το μεταφράσει και ποιος θα το εκδώσει είναι δευτερεύον, το βασικό είναι να εκδοθεί.

Αντί επιλόγου

Για όσους αναρωτιούνται πώς είναι δυνατόν να διάβασαν το έργο τόσοι άνθρωποι στην πορεία της έκδοσης και τόσοι αναγνώστες στη συνέχεια και κανείς να μην αντιλήφθηκε ότι το έργο είναι μισό –και μιλάμε για ένα έργο με αστυνομική πλοκή, ένα γνήσιο whodunnit που ο δολοφόνος αποκαλύπτεται στο τέλος, άρα στην ελληνική έκδοση δεν έχει ακόμη αποκαλυφθεί– η απάντηση βρίσκεται στον τρόπο γραφής του Μάριο. Οι πιστοί του αναγνώστες είμαστε εξοικειωμένοι με τα πρωθύστερα και τα flashback, με τον ιδιαίτερο τρόπο που έχει να μπλέκει μεταξύ τους ιστορίες, διαλόγους, σκηνικά, έτσι που να χάνεται κανείς και να μην ξέρει ποιος μιλάει με ποιον και τι συμβαίνει πού. Μέσα σε αυτόν τον λαβύρινθο, δεν είναι πάντα εύκολο να παρακολουθήσεις τη διαδρομή και να ξετυλίξεις το νήμα. Μάλλον λοιπόν όλοι όσοι το διάβασαν υπέθεσαν ότι το τέλος του έργου κρέμεται στον αέρα, επειδή έτσι το θέλησε ο συγγραφέας – άλλωστε δεν είχαν λόγο να υποθέσουν κάτι άλλο!

Κλείνω με την ευχή να συντρέξουν σύντομα οι κατάλληλες συνθήκες για να εκδοθεί το Conversación en la Catedral πλήρες στα ελληνικά και με ένα δωράκι σχετικά με την προφορά και τη μεταγραφή του επωνύμου του συγγραφέα: Λιόσα ή Γιόσα;

Λιόσα ή Γιόσα και άλλα τινά

Ίσως προσέξατε στην ανάρτησή μου σχετικά με το Conversación en la Catedral ότι απέφυγα να μεταγράψω το όνομα του συγγραφέα. Ο λόγος ήταν ότι έχει μεταγραφεί στα ελληνικά κατά καιρούς με δύο διαφορετικούς τρόπους και δεν ήθελα να επιλέξω έναν χωρίς εξήγηση. Ιδού λοιπόν η εξήγηση που σας χρωστάω.

Πολλά χτυπήματα πληκτρολογίου έχουν δαπανηθεί γύρω από αυτό το δίλημμα: Λιόσα ή Γιόσα και γιατί; Λιόσα επειδή έτσι το μεταγράφαμε τόσα χρόνια; Γιόσα επειδή έτσι προφέρεται στο μεγαλύτερο μέρος του ισπανόφωνου κόσμου; Υπάρχουν άλλα επιχειρήματα υπέρ του ενός ή του άλλου;

Όταν έκανα την πρώτη μου επαγγελματική λογοτεχνική μετάφραση από τα ισπανικά στα ελληνικά, ένα από τα πράγματα που με απασχόλησαν ιδιαίτερα ήταν η μεταγραφή των ονομάτων. Διαπίστωσα ότι υπήρχε διχογνωμία και ανομοιομορφία στη μεταγραφή των ισπανικών στα ελληνικά. Διάβασα αρκετά βιβλία σχετικά, άκουσα ηχογραφήσεις και κατέληξα σε δικά μου συμπεράσματα, τα οποία παραθέτω σε χωριστή ανάρτηση. Στα πλαίσια αυτής της έρευνας, μίλησα και με την Αγγελική Αλεξοπούλου, καθηγήτρια γλωσσολογίας στο τμήμα ισπανικής φιλολογίας του ΕΚΠΑ, η οποία έχει μεταφράσει ορισμένα έργα του. Από εκείνη πληροφορήθηκα ότι σύμφωνα με δηλώσεις του ίδιου σε κάποια συνέντευξή του, το όνομα προφέρεται "Λιόσα", διότι έτσι το πρόφεραν στην οικογένειά του και στην περιοχή καταγωγής του. Δυστυχώς δεν κατάφερα να εντοπίσω τη συνέντευξη αυτή, εντόπισα όμως μια άλλη, όπου μιλά για τους προγόνους του και ακούμε τον ίδιο να το προφέρει καθαρά "Λιόσα".

Τούτου λεχθέντος, οφείλουμε να πούμε ότι και οι δύο τρόποι μεταγραφής είναι σωστοί. 

Κατά τη μεταφορά σε μια άλλη γλώσσα, ούτως ή άλλως η προφορά χάνεται, εν μέρει τουλάχιστον. Δεν είναι απολύτως αναγκαίο να την αποδώσουμε επακριβώς. Καλό είναι ωστόσο να προσπαθήσουμε να τη μεταφέρουμε σχετικά πιστά, στο μέτρο του εφικτού. Όπως είπαμε και στην αρχή, στο μεγαλύτερο μέρος του ισπανόφωνου κόσμου έχει επικρατήσει το LL να προφέρεται "γι", όπως και το Y (το φαινόμενο αυτό ονομάζεται yeísmo). Υπάρχουν όμως ακόμη περιοχές που διατηρείται η παλιότερη προφορά "λι" (και ίσως πριν από ογδόντα χρόνια να ήταν πιο διαδεδομένη), ενώ σε άλλες περιοχές όπως η Αργεντινή και το μεγαλύτερο μέρος της Ουρουγουάης, η προφορά έχει διαφοροποιηθεί σε ελαφρύ "ζ" ή παχύ "σ". 

Ωραία όλ' αυτά, θα μου πείτε, αλλά τελικά πώς πρέπει να το μεταγράφουμε;

Προσωπικά, προτιμώ το Λιόσα, όπως το πρόφερε ο ίδιος. Εξίσου σωστό όμως είναι και το Γιόσα, αφού είναι η επικρατούσα προφορά στο Περού και στον ισπανόφωνο κόσμο γενικά. Όπως κι αν το γράψετε κι όπως κι αν το πείτε, θα σας καταλάβουν. Η επιλογή δική σας.

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ

Ενώ πολλοί προβληματίζονται για τη μεταγραφή του Llosa, κανείς δεν φαίνεται να έχει προβληματιστεί με το Vargas, που κατ' εμέ είναι πιο προβληματικό. 

Πρώτα απ' όλα, το G στη θέση αυτή στη μέση λέξης, δεν ακούγεται ως σκληρό ΓΚ αλλά ως μαλακό Γ. Έχοντας αυτό υπόψη μας, σχετικά εύκολα μπορούμε να αλλάξουμε το Βάργκας σε Βάργας, χωρίς να ανοίξει ρουθούνι. Ίσως να πεταρίσουν κάποια βλέφαρα, γρήγορα όμως θα το προσπεράσουν.

Τα προβλήματα αρχίζουν όταν πάμε στο V. Η προφορά του δεν έχει αντίστοιχο φθόγγο στα ελληνικά, ωστόσο ο πλησιέστερος θα ήταν το ΜΠ. Στα ισπανικά το V και το B προφέρονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο: όταν είναι μεταξύ φωνηέντων προφέρονται πιο ελαφριά (πιο κοντά στο ελληνικό β) και όταν είναι στην αρχή λέξης ή μετά από m ή n προφέρονται πιο σκληρά (πιο κοντά στο δίψηφο μπ ή στο αγγλικό b). Όπερ μεθερμηνευόμενο μας οδηγεί στο Μπάργας

Η απόδοση του V ως ΜΠ ξενίζει, το καταλαβαίνω, όπως ξενίζει και η ταύτιση V και B. Έχουμε συνηθίσει να διαφέρει το V από το B κι έχουμε ταυτίσει το πρώτο με το ελληνικό βήτα και το δεύτερο με το ελληνικό δίψηφο σύμφωνο μπ. Κι όμως, υπάρχουν άλλες γλώσσες που έχουμε δεχτεί ότι δεν υπάρχει αυτή η ταύτιση. Στα γερμανικά λόγου χάρη, το V σε ορισμένες λέξεις ακούγεται σαν ελληνικό φι και το έχουμε συνηθίσει (σκεφτείτε το vater=φάτερ, verboten=φερμπότεν). Να λοιπόν μια ξένη γλώσσα στην οποία δεν θεωρούμε δεδομένη την ταύτιση του V με το βήτα. Ίσως λοιπόν δεν είναι αδύνατον να συνηθίσουμε ότι και στα ισπανικά υπάρχει μια ιδιαιτερότητα και ότι το V είναι άλλοτε β κι άλλοτε μπ.

Αντιλαμβάνομαι όμως ότι είναι αρκετά δύσκολο και τελικά μάλλον άσκοπο να επιχειρήσουμε μια τέτοια αλλαγή. Τόση καθαρολογία ως προς την προφορά δεν είναι αναγκαία. Στην τελική, τα ονόματα περνούν από μια γλώσσα σε μια άλλη και αναπόφευκτα υφίστανται αλλαγές. Ας μείνουμε λοιπόν στην διαισθητική αντιστοίχιση V=βήτα, για να μην ξενίζονται οι αναγνώστες με μεταγραφές όπως Victoria=Μπικτόρια (μεταγραφή που είχα χρησιμοποιήσει παλιότερα). Γνωρίζοντας ποια είναι η πιστότερη αντιστοίχιση, μπορούμε παρόλ' αυτά να επιλέξουμε κατά περίπτωση μια άλλη.

Πού καταλήγουμε λοιπόν, αφού λοιπόν σας έκανα το κεφάλι καζάνι;

Κατά τη γνώμη μου, η ακριβέστερη μεταγραφή είναι το Μπάργας, ένας καλός συμβιβασμός είναι το Βάργας, ωστόσο το Βάργκας έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον, έχει πρακτικά καθιερωθεί και δεν απέχει ενοχλητικά από την πραγματική προφορά, επομένως είναι ίσως προτιμότερο να μην επιχειρήσουμε να το αλλάξουμε

Μάριο Βάργκας Λιόσα λοιπόν για μένα - σπουδαίος και αγαπημένος αφηγητής, όπως κι αν τον μεταγράψουμε.


Μεταγραφή των ισπανικών στο ελληνικό αλφάβητο

 Το παρακάτω άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στο φόρουμ Λεξιλογία, το 2010, με αφορμή τη μετάφραση στα ελληνικά του βιβλίου El hablador του Mario Vargas Llosa.


ΜΕΤΑΓΡΑΦΗ ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ

Από καιρό θέλω να ανοίξω μια συζήτηση για τη μεταγραφή των ισπανικών στα ελληνικά, γιατί μου φαίνεται απορίας άξιο πώς μια γλώσσα με τόσο σαφείς κανόνες προφοράς και με φωνήματα τόσο παραπλήσια με την ελληνική εξακολουθεί να μεταγράφεται διαφορετικά από τον κάθε μεταφραστή και συχνά τελείως λανθασμένα. Αφού κατορθώσαμε να ξεπεράσουμε αποδόσεις τόσο καθιερωμένες όσο ο Τσε Γκουεβάρα, που τον τραγουδήσαμε όλοι, και μάθαμε πια να λέμε Τσε Γκεβάρα, δε βλέπω το λόγο να μην καταφέρουμε να αποκαθιερώσουμε και άλλες (Γκερνίκα-Γκουέρνικα σημειώσατε 1). Πάμε λοιπόν:

Δεν θα σταθώ πολύ σε λεπτές φωνητικές αποχρώσεις, γιατί εδώ μας ενδιαφέρει η μεταγραφή. Όπου λοιπόν η μεταγραφή δεν παρουσιάζει πρόβλημα, την παραθέτω χωρίς εξηγήσεις και χωρίς φωνητικά σύμβολα.

Οι λέξεις που φέρουν τόνο τονίζονται εκεί που έχουν τον τόνο (εύκολο!).
Οι άτονες λέξεις που λήγουν σε -s, -n ή φωνήεν τονίζονται στην παραλήγουσα.
Οι άτονες λέξεις που λήγουν σε σύμφωνο πλην των -s, -n τονίζονται στη λήγουσα.

a, e, i, o, u = α, ε, ι, ο, ου.

f, j, k, l, m, n, p, r, s, t
 = φ, χ, κ, λ, μ, ν, π, ρ, σ, τ

h = άηχο (μόνο στην αρχή λέξης ακούγεται σαν ελαφρύ γ ή χ: huevo, αλλά στη μεταγραφή το παραλείπουμε)

ch = /tʃʼ/ (παχύ τσ) μεταγραφή τσ.

x = ξ
Εξαιρέσεις: ορισμένα κατάλοιπα παλιάς ορθογραφίας όπου είναι χ: México, Oaxaca, Quixote, Xavier = Μέχικο, Οαχάκα, Κιχότε, Χαβιέρ. Μετά από σύμφωνο συχνά προφέρεται σ (Extremadura = Εστρεμαδούρα) και παρόλο που αυτή η προφορά θεωρείται "λαϊκή" εγώ συχνά την προτιμώ.

w = γου (μόνο σε ξένες λέξεις: waterpolo, windsurfing, whisky, που θα το δείτε και güisqui).

c (συνδυασμοί ca, co, cu) = κ

z, c (συνδυασμοί ce, ci) = θ σε όλη σχεδόν την Ισπανία, σ σε Αμερική, Κανάρια Νησιά και Ανδαλουσία.

Περισσότερα για το ceceo και το seseo εδώ.

y = /ʝ/ μεταξύ φωνηέντων (μεταγραφή γι), /i/ μετά από σύμφωνο (μεταγραφή ι).

ll = /ʝ/ σχεδόν παντού (μεταγραφή γι), /ʎ/ σε λίγες περιοχές της Αμερικής και Ισπανίας (μεταγραφή λι).
Αν έχουμε αμφιβολία προτιμάμε το γι ως πιο διαδεδομένο.

Περισσότερα για το yeísmo εδώ.

Στα παραπάνω δεν λαμβάνω υπόψη μου την ιδιαιτερότητα της προφοράς της Αργεντινής (η οποία επεκτείνεται σε κάποιο βαθμό και σε Παραγουάη και Ουρουγουάγη), όπου το ll και το y προφέρονται σχεδόν σαν ζ ή σ. Προτείνω να αγνοηθεί η ιδιαιτερότητα αυτή για να μη δυσκολέψουμε τη ζωή μας περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται (αλλά αυτό το συζητάμε αν θέλετε).

q = κ (οι συνδυασμοί que, qui διαβάζονται κε, κι αντίστοιχα).

g (συνδυασμοί ge, gi) = χ μετά από ε, ι.

g (συνδυασμοί ga, go, gu, gue, gui) = /ɡ/ μετά από m, n ή ως αρχικό (μεταγραφή γ), /ɣ/ σε κάθε άλλη περίπτωση (μεταγραφή γ).
Οι συνδυασμοί gue, gui διαβάζονται γκε, γκι (γε, γι) εκτός κι αν το u φέρει διαλυτικά: güe, güi διαβάζονται γκουε, γκουι (γουε, γουι).

d = /d/ μετά από l, n ή ως αρχικό (μεταγραφή ντ), /ð̞/ σε κάθε άλλη περίπτωση (μεταγραφή δ).

b, v = /b/ μετά από m, n ή ως αρχικό (μεταγραφή μπ), /β/ σε κάθε άλλη περίπτωση (μεταγραφή β).

Μια αρκετά καλή σύνοψη θα βρείτε στο Omniglot.

Ορμώμενη από τη δημοσίευση της νέας ισπανικής ορθογραφίας ανοίγω το θέμα της μεταγραφής των ισπανικών b και v στα ελληνικά. Όλοι ανεξαιρέτως τα αποδίδουν μπ και β αντίστοιχα, Σχετικά πρόσφατα άρχισαν τουλάχιστον να τα βάζουν και τα δύο β τουλάχιστον όταν είναι μεταξύ φωνηέντων στο μέσον της λέξης, αλλά στην αρχή της λέξης φαίνεται πως δεν πάει το χέρι τους να μεταγράψουν το v σε μπ. Παρόλο που ξέρουν ότι b και v είναι ομόηχα στα ισπανικά από αμνημονεύτων χρόνων (εδώ οφείλονται τα συχνά σφάλματα των ισπανόφωνων στην ορθογραφία – σε όλα τα παιδάκια οι δάσκαλοι λένε και ξαναλένε «con be de burro, con uve de vaca», η «λάθος» ορθογραφία της λέξης barrer που διαπιστώθηκε ότι βάσει ετυμολογίας θα έπρεπε να είναι varrer αλλά ήταν αργά πια για να ξεσυνηθίσουνε, η αμερικανική ονομασία "be bajo" - δηλαδή "χαμηλό μπε" - για το γράμμα v), ενώ μεταγράφουν το b σε μπ, για κάποιο λόγο το ομόηχό του v αδυνατούν να το "δουν" ως μπ.

Ενώ λοιπόν για τα g και d μοιάζει να αρχίζει να γίνεται κατανοητή η διαφοροποίηση της προφοράς ανάλογα με τη θέση του γράμματος μέσα στη λέξη και η κατανόηση αυτή να αντικατοπτρίζεται στη μεταγραφή, για το b και το v εξακολουθεί να επικρατεί σύγχιση. Δεν ξέρω αν είναι η επιρροή της λατινικής ή της αγγλικής ή κάτι άλλο, αλλά δεν έχει σημασία αυτό: σημασία έχει να το αλλάξουμε. Όπως συνηθίσαμε π.χ. ότι στα γερμανικά το v ειναι φ και λέμε φον Κάραγιαν και δεν παραξενεύεται κανείς, έτσι θα συνηθίσουμε ότι στα ισπανικά είναι μπ. Θα ξυνίσουμε λιγάκι στην αρχή, θα ακουστούν αστειάκια, θα γκρινιάξουν επιμελητές κι εκδότες, αλλά με τον καιρό θα το πάρουμε απόφαση.

Αρκεί να μην το παρα-αργήσουμε, και στο αναμεταξύ αλλάξει προφορά!

Διαφοροποιήσεις στη μεταγραφή των ισπανικών παρατηρούνται συχνά, και όχι μόνο σε ό,τι αφορά το b και το v. Καθένας μοιάζει να ακολουθεί τον κανόνα «όπως μου ακούγεται καλύτερα» που εν τέλει σημαίνει «όπως το άκουσα εγώ πιο πολλές φορές» ή «όπως το έλεγε η γιαγιά μου» και άλλα τέτοια δόκιμα. Θεωρώ ότι χρειάζεται να ξεφύγουμε από αυτό το κριτήριο, γιατί προφανώς καθενός η γιαγιά αλλιώς θα το έλεγε και καθένας αλλού θα τα έμαθε τα ισπανικά του και άλλες προσλαμβάνουσες θα έχει. Καλό θα ήταν λοιπόν να στρωθούμε όλοι όσοι ασχολούμαστε με τα ισπανικά, να βάλουμε κάτω και τα εγχειρίδια φωνητικής και φωνολογίας και ό,τι άλλες πηγές έχουμε, και να καταλήξουμε σε ένα consensus, με χαρακτήρα βεβαίως προτρεπτικό και όχι υποχρεωτικό.

Εγώ βασίστηκα στα εξής βιβλία:
1. Ισπανο-ελληνικό λεξικό, Μέδουσα-Σέλας 1993
2. Collins Spanish Dictionary, sixth edition 2000
3. Manual de pronunciación española, Tomás Navarro Tomás, Consejo Superior de Investigaciones Científicas, Instituto “Miguel de Cervantes”, Publicaciones de la Revista de Filología Española, 19ª edición, Madrid 1977
4. Elementos de fonética general, Samuel Gili Gaya, Biblioteca Románica Hispánica, editorial Gredos, 15ª edición, Madrid 1978
5. Los sonidos del lenguaje, Juana Gil Fernandez, editorial Síntesis
6. Fonética para aprender español: Pronunciación, Dolors Poch Olivé, editorial Edinumen, 1999
7. El comentario fonológico y fonético de textos, Antonio Quilis, editorial Arco-Libros 1991
8. Marina Nespor, Φωνολογία, εκδόσεις Πατάκης 1993
(δυστυχώς δεν έχω το καινούριο μεγάλο λεξικό του Pedro Olalla - ακόμη).

Επίσης άντλησα από προσωπικές παρατηρήσεις και ακούσματα (άκουσα ηχογραφήσεις φυσικών ομιλητών), από συζητήσεις με συναδέλφους (μεταξύ άλλων με την πολύ καλή μεταφράστρια, γλωσσολόγο και λέκτορα του πανεπιστημίου Αθηνών Αγγελική Αλεξοπούλου, με την οποία συμφωνούμε σε πολλά και διαφωνούμε στην προφορά των b και v – επηρεασμένη ίσως από το γεγονός ότοι έχει μεγαλώσει στην Αργεντινή και έχει άλλες παραστάσεις) και από την αγαπητή Wikipedia για τους συνδέσμους περί yeísmo και ceceo και για τα φωνητικά σύμβολα που copypasteάρισα στην αρχική ανάρτηση.

Τετάρτη 19 Μαρτίου 2025

Interior: an inside look at the translation of a poem

This article was first published in Greek, in Philadelphus magazine, in 2015

I recently had the joy and privilege to translate a poem from Spanish to English and to have it published. Thanks to the recommendation of a friend (to whom I am deeply grateful both for this opportunity and for his insightful comments on my translation), I collaborated with painter and photographer Dimitris Yeros in translating correspondence regarding his book “Photographing Gabriel García Márquez”, Kerber editions. In this book, which presents photos of Gabriel García Márquez in his personal space from his latest years, there is a photo of the manuscript of a poem, hanging on the wall of his house.

The poem is “Interior” by Colombian poet Eduardo Carranza, published in his collection “Los pasos contados” (“Measured steps”). García Márquez mentions this poem in his text “La penitencia del poder” (“The penance of power”), an homage to the 70th birthday of Belisario Betancur, ex-president of Colombia, endorsed by many poets, among others Carranza’s daughter María Mercedes, also a poet.

INTERIOR

Los ojos que se miran
a través de los ángeles domésticos
del humo de la sopa.
En la botella brilladora canta
el ruiseñor del vino.

Reluce y tintinea lo visible
en la fruta, el reloj, la porcelana.
El pan abre su mano cereal
sobre el mantel. Las flores.
En el grabado antiguo toca el arpa
una muchacha de mil ochocientos.
El cigarrillo como que te asciende
la mano. Y una puerta se entreabre
sobre la sala silenciosa y tersa:
y más allá un huerto se presiente
o tal vez el recuerdo de un jardín.
En el espejo estás ya como ausente.
Por un instante se detiene todo
y escuchamos, absortos, lo invisible
de la noche que se abre a nuestro ensueño.
Con el café llega un país lejano.

          El tiempo nada puede.
Todas estas son cosas inmortales.

When my translation was published at Philadelphus magazine, I was asked to say a word on the translation process. I must admit it was not easy. I normally do not think about the process of translation while translating, especially not when translating literature. On the other hand, I have read various texts on the theory of translation, which will not doubt have influenced me. Nevertheless, I will attempt to describe the process as if I were observing it instead of actually being immersed in it.

It has been said that translation is the deepest possible lecture of a text. Indeed, every translation is a very deep lecture – and literary translation even more so. The deepest the lecture, the more insightful the translation. This does not mean that we need to analyse the content. Analysing is for critics. We should immerse ourselves in the text, allow the text to permeate us. The translator needs to step as much as possible into the author’s shoes in the way a reader does – to experience the text, not analyse it. The translator should feel as the author felt when they were writing this particular text. They should reproduce the mood. They should transfer the feeling, not the phrases. Of course, they ought to maintain the distinct style and structure, but in order to achieve this they should deconstruct the text inside them and reconstruct it in the target language, in a form not identical but equivalent.

Particularly in poetry, we need to maintain a very special element, of critical importance: musicality. By this I mean all morphological elements which give the poem its special character, be it rhythm, metre, rhyme, alliteration or anything else. In prose we also have musicality, of course, but its role in the overall feeling of the text is less important and rendering it is usually easier (notwithstanding certain exceptions). In poetry, musicality is a key element: if it is lost, the poem is no longer a poem.

I personally believe that in translating poetry, our priority should be transferring musicality and mood, even if this means we must loose something of the “meaning”. Umberto Eco in his book “Postille a ‘Il nome della rosa’ ” (“Postscript to ‘The Name of the Rose’ ”) comments on how intolerable it is to recite poetry ignoring the metre, as if we were reading prose, in an effort to emphasize the meaning. He points out that in order to read a poem, we should accept the melodious rhythm chosen by the author. He illustrates this opinion saying that it is better to recite Dante as if it were diary verses, than to drag behind the meaning at all costs. I believe that what is true for reciting, is also true for translating. It may not always be possible to keep the metre chosen by the author in the original, but there has to be a metre and it has to recreate the same mood (for instance, if we are translating a folk song, we could choose a common form of folk song in the target language for our translation, even if this form is not the same as in the source language, because it will give the same impression to the reader). The meaning is definitely important, but in poetry a large part of the meaning is actually transferred through  musicality. Without it the poem is altered in such a degree as to lose the translation goal.

That is why when I translate verse, be it poems or songs, I set aside the quest for meaning and I listen, I simply listen. I read the verses again and again, I sway to their rhythm, I dance in my mind. I let their music invade me. I may let it wander about in my head for hours or days. Till the time comes when I feel capable of singing it in the other language. And then I sit and write – quickly, rhythmically, without pausing. If someone sees me at that moment, they might think I am in a hurry, but actually I am just following the rhythm of the verse. I do not sit and think, because I have already thought – or rather felt – and now the time has come to compose. If a bit does not come immediately and spontaneously, I leave it blank and return to it later, in order to keep following the flow.

After I have this first version on paper, I read the translated text again and again. I hear it, I feel it, I listen to see if it recreates in me the same sensation I had when I first read the original. I make corrections and changes where I think needed – usually very few. Sometimes I might get stuck at a word or a phrase and then I leave it for a while and come back to it later. I let my thoughts wander to other things and return to the task with a clear mind. When I am through with this process, I then read the original together with the translation. Three, four, five, six times, as many as needed to make sure they sound as similar as possible – but no more. After a while, too much re-examination becomes a vicious circle or becomes analysis.

And so Carranza’s poem passed from Spanish into English.


INTERIOR

The eyes that look at you
through the domestic angels
of the steaming soup.
In the bright bottle
the wine nightingale sings.

The visible shines and tinkles
in the fruit, the clock, the porcelain.
The bread spreads its cereal hand
on the tablecloth. The flowers.
In the old engraving, playing the harp,
a girl of the nineteenth century.
The cigarette seems to raise
your hand. And a door ajar
leads to the silent, polished lounge:
beyond it one senses an orchard
or maybe the memory of a garden.
In the mirror you look already absent.
Everything pauses for an instant
and we listen, absorbed, to the invisible
of the night that opens to our daydream.
A far country arrives with the coffee.

Time is powerless.
All these are things immortal.

I loved the poem and the experience of translating it so much, that translating it into Greek came naturally. It might sound strange, but it seemed more difficult to me than the translation into English. The common Latin roots and the short verbal forms of both languages had helped. The Greek translation is less faithful to the original (in the sense of being less literal), because the differences of the two languages do not facilitate the recreation of nearly identical phrases. However, I hope it is as faithful in spirit, if not in word. 

A comment on the title: the word “interior” in this poem refers to the interior of a house. In English I could use the word as such. In Greek, however, I decided not to use the word “εσωτερικό” (“interior”) but the word “εντός” (“within”), because the sensation it created in me was the same as in the original. If I must rationalise it, I would say that the interior of this house, as presented to us, represents warmth, familiarity, the soul’s innermost core. It is the magical aspect of everyday life we all keep within.


ΕΝΤΟΣ

Τα μάτια που κοιτάζονται
μέσ’ απ’ τους σπιτικούς αγγέλους
του αχνού της σούπας.
Στη λαμπερή μποτίλια τραγουδά
το αηδόνι του κρασιού.

Αστράφτει, κουδουνίζει το ορατό
στα φρούτα, το ρολόι, την πορσελάνη.
Το ψωμί απλώνει το σταρένιο χέρι του
στο τραπέζι. Τα λουλούδια.
Στο παλιό κάδρο παίζει άρπα
μια κοπέλα του περασμένου αιώνα.
Το τσιγάρο σαν ν' ανασηκώνει
στο χέρι σου. Μια πόρτα μισανοίγει
στη σιωπηλή, λουστραρισμένη σάλα:
πιο πέρα η αίσθηση ενός περιβολιού
ή ίσως η ανάμνηση ενός κήπου.
Στον καθρέφτη μοιάζεις κιόλας απούσα.
Για μια στιγμή όλα κοντοστέκουν
προσηλωμένοι ακούμε το αόρατο
της νύχτας μες στο ονειροπόλημά μας.
Ο καφές φέρνει μια χώρα μακρινή.

                Ο χρόνος είναι ανήμπορος.
Όλα τούτα είναι πράγματα αθάνατα.