Πριν από δεκαπέντε χρόνια κυκλοφόρησε το βιβλίο El hablador του Mario Vargas Llosa, κατόπιν δικής μου πρότασης στον εκδότη και σε δική μου μετάφραση, με τίτλο Ο άνθρωπος που έλεγε ιστορίες. Την περιπέτεια εκείνης της μετάφρασης την έχω αφηγηθεί σε μια σειρά έντεκα αναρτήσεων με γενικό τίτλο Ο ιστορητής. Όσοι έχουν διαβάσει αρκετά έργα του, ξέρουν ότι υπάρχουν πολλά ονόματα που επανέρχονται - ονόματα τόπων, ανθρώπων, καταστημάτων, οργανώσεων... Έτσι λοιπόν, αφού έκανα το πρώτο προσχέδιο της μετάφρασης, θέλησα να διαβάσω μεταφράσεις άλλων βιβλίων του από άλλους συναδέλφους, για να δω πώς είχαν αποδοθεί αυτά τα ονόματα. Πέρασα αρκετές μέρες στη βιβλιοθήκη του Ινστιτούτου Θερβάντες, αντιπαραβάλλοντας πρωτότυπα με μεταφράσεις, αποδελτιώνοντας και κρατώντας σημειώσεις. Κάποια στιγμή ήρθε και η σειρά του μυθιστορήματος Conversación en la Catedral, που έχει κυκλοφορήσει στα ελληνικά από τις εκδόσεις Εξάντας με τον τίτλο Πότε πήραμε την κάτω βόλτα.
Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα έργα του Vargas Llosa. Πολυεπίπεδο και δαιδαλώδες, περιγράφει την κατάσταση στο Περού την περίοδο της δικτατορίας του Μανουέλ Οδρία. Με κεντρικό άξονα μια αστυνομική πλοκή όχι και τόσο προσχηματική, μας φέρνει σε επαφή με ανθρώπους από όλα τα κοινωνικά στρώματα και τους πολιτικούς χώρους, που εμπλέκονται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, άμεσα ή έμμεσα, στα πολιτικά τεκταινόμενα της χώρας. Με τον γνωστό του γλαφυρό τρόπο, ο Μάριο μας δείχνει για άλλη μια φορά σε τι βαθμό το προσωπικό είναι πολιτικό και αντιστρόφως.
Το βιβλίο αυτό το είχα διαβάσει χρόνια πριν, συγκαταλεγόταν στα αγαπημένα μου και το είχα στη βιβλιοθήκη μου, αλλά μόνο στα ισπανικά. Αναζήτησα το ελληνικό στη βιβλιοθήκη και άρχισα να τα αντιπαραβάλλω. Όταν έφτασα στο τέλος του ελληνικού τόμου, διαπίστωσα ότι σταματούσε στα μισά: από τα πέντε μέρη στα οποία χωρίζεται το έργο, περιείχε μόνο τα τρία πρώτα. Το βρήκα φυσικό, καθώς ήξερα ότι το έργο αυτό, λόγω όγκου, είχε κυκλοφορήσει και στα ισπανικά σε διάφορες εκδόσεις ως δίτομο. Σκέφτηκα λοιπόν ότι ο ελληνικός τόμος που κρατούσα στα χέρια μου θα ήταν ο πρώτος και απλώς δεν είχα μπορέσει να εντοπίσω στο ράφι τον δεύτερο. Πήγα στη γραμματεία και τον ζήτησα, αλλά μου είπαν ότι δεν τον είχαν. Υπέθεσα ότι κάποιος τον είχε δανειστεί, αλλά μου είπαν πως όχι, δεν είχαν δεύτερο τόμο καθόλου. Παραξενεμένη, ρώτησα πώς ήταν δυνατόν να έχουν μόνο τον έναν τόμο από ένα δίτομο έργο και μου απάντησαν ότι δεν ήταν δίτομο, δεν υπήρχε δεύτερος τόμος, η ελληνική έκδοση περιλάμβανε μόνο τον έναν τόμο που κρατούσα στα χέρια μου – ο οποίος περιείχε μόνο το πρώτο μισό του βιβλίου.
Πεπεισμένη ότι είχε γίνει κάποιο λάθος, έψαξα στο ίντερνετ και διαπίστωσα ότι πράγματι έτσι ήταν: το βιβλίο είχε κυκλοφορήσει στα ελληνικά σε έναν μόνο τόμο. Έκανα τη σκέψη πως οι εκδότες θα σκόπευαν να εκδώσουν και τον δεύτερο τόμο κάποια στιγμή, αλλά η έκδοση δεν ήταν και τόσο πρόσφατη για να στέκει λογικά κάτι τέτοιο, άλλωστε ο τόμος αυτός δεν έγραφε πουθενά "Τόμος Α" ή "Μέρος πρώτο" ή κάτι άλλο που να δίνει στον αναγνώστη να καταλάβει ότι έπεται συνέχεια. Επικοινώνησα με τις εκδόσεις, το έλεγξαν και μου είπαν ότι είχα δίκιο. Το έργο είχε κυκλοφορήσει μισό εκ παραδρομής και δεν το είχαν αντιληφθεί μέχρι που τους το επεσήμανα εγώ. Όταν έγινε σαφές αυτό, ρώτησα αν σκόπευαν να εκδώσουν και το υπόλοιπο, προσθέτοντας ότι θα ήταν χαρά μου να το μεταφράσω εγώ. Δυστυχώς όμως δεν υπήρχε άμεση προοπτική έκδοσης.
Παραθέτω τμήμα της αλληλογραφίας μας:
«Η μετάφραση έγινε από ένα hardback πρωτότυπο των εκδόσεων Seix Barral, παλαιότερο της επανέκδοσης του 1996, το οποίο επίσης δεν ανέφερε πουθενά ότι επρόκειτο για πρώτο τόμο και το οποίο τελείωνε ακριβώς στο σημείο όπου τελειώνει και το δικό μας [...].
Πρόκειται για ένα άνευ προηγουμένου εκδοτικό “ατύχημα”, για το οποίο δυστυχώς είναι αδύνατον να υπάρξει κάποιου είδους επανόρθωση. Το βιβλίο είναι σχεδόν εξαντλημένο και δεν διαφαίνεται πιθανότητα επανέκδοσής του, τουλάχιστον από τον Εξάντα. Μπορούμε μονάχα να ζητήσουμε συγγνώμη, από εσάς και όλους τους μέχρι τώρα ανυποψίαστους αναγνώστες, γι' αυτή την απολύτως ακούσια παράλειψη.»
Η αμέσως επόμενη κίνησή μου ήταν να ενημερώσω τον αείμνηστο Ανταίο Χρυστοστομίδη, τότε υπεύθυνο ξένων γλωσσών τις εκδόσεις Καστανιώτη, με τις οποίες συνεργαζόμουν για την έκδοση του El hablador. Ωστόσο ούτε από εκεί υπήρχε δυνατότητα για άμεση έκδοση κι έτσι το πράγμα έμεινε στο ψυγείο.
Και θα μου πείτε, το ξέρεις αυτό εδώ και δεκαπέντε χρόνια και μας το λες τώρα;
Η αλήθεια είναι ότι σκέφτηκα τότε να μοιραστώ την ανακάλυψή μου με την ανθρωπότητα, αλλά με συγκράτησε μια καθαρά εγωιστική σκέψη: θα ήθελα να κυκλοφορήσει το έργο σε δική μου μετάφραση και φοβήθηκα ότι αν το μάθαιναν όλοι, μπορεί να το ανέθεταν σε κάποιον άλλο. Αφενός είχα αρχίσει να το νιώθω κατά κάποιον τρόπο “δικό μου”, μια που εγώ διαπίστωσα αυτήν την έλλειψη, αφετέρου αγαπούσα πολύ αυτό το έργο και ήθελα να το μεταφράσω εγώ. Καθώς λοιπόν δεν υπήρχε άμεσα πρόθεση έκδοσης του έργου, ξεκίνησα να το μεταφράζω ιδιωτικά, από αγάπη κι από βίτσιο. Μου πήρε χρόνια, γιατί το έργο είναι μεγάλο και καταγινόμουν στον ελεύθερο χρόνο μου, που δεν ήταν ποτέ άφθονος, αλλά κάποια στιγμή τελείωσε και είναι πλέον έτοιμη. Προφανώς εξακολουθώ να θέλω να εκδοθεί η μετάφρασή μου, ενώ όμως όλα αυτά τα χρόνια με διακατείχε μια μυστικοπάθεια και δεν είχα θελήσει να το μοιραστώ παρά μόνο με ελάχιστα και έμπιστα άτομα, σήμερα πια δεν με νοιάζει αν το μάθουν όλοι κι αν μου “κλέψουν την ιδέα” της έκδοσης.
Ποιαν ιδέα, άλλωστε; Το έργο είναι δημιούργημα του Μάριο, όχι δικό μου. Αν ανήκει σε κάποιον, ανήκει στο κοινό του. Εγώ σαν μεταφράστρια δεν είμαι παρά το όχημα διαμέσου του οποίου το έργο φτάνει στο αναγνωστικό κοινό. Ναι, εγώ ήμουν εκείνη που διαπίστωσε το ολίσθημα της έκδοσης, αλλά θα μπορούσε να το διαπιστώσει και κάποιος άλλος (και ποιος ξέρει, ίσως κάποιος να το έχει ήδη διαπιστώσει παράλληλα με μένα). Αυτή η διαπίστωση όμως δεν μου δίνει το δικαίωμα να προβάλλω αξιώσεις.
Μακάρι να κυκλοφορήσει το έργο στα ελληνικά στην πλήρη του μορφή, για χάρη των αναγνωστών κυρίως, αλλά και για τη μνήμη του συγγραφέα. Είναι πραγματικά κρίμα ένα τόσο σημαντικό έργο –για πολλούς το σημαντικότερο του Vargas Llosa– να κυκλοφορεί στα ελληνικά μισό. Το ποιος θα το μεταφράσει και ποιος θα το εκδώσει είναι δευτερεύον, το βασικό είναι να εκδοθεί.
Αντί επιλόγου
Για όσους αναρωτιούνται πώς είναι δυνατόν να διάβασαν το έργο τόσοι άνθρωποι στην πορεία της έκδοσης και τόσοι αναγνώστες στη συνέχεια και κανείς να μην αντιλήφθηκε ότι το έργο είναι μισό –και μιλάμε για ένα έργο με αστυνομική πλοκή, ένα γνήσιο whodunnit που ο δολοφόνος αποκαλύπτεται στο τέλος, άρα στην ελληνική έκδοση δεν έχει ακόμη αποκαλυφθεί– η απάντηση βρίσκεται στον τρόπο γραφής του Μάριο. Οι πιστοί του αναγνώστες είμαστε εξοικειωμένοι με τα πρωθύστερα και τα flashback, με τον ιδιαίτερο τρόπο που έχει να μπλέκει μεταξύ τους ιστορίες, διαλόγους, σκηνικά, έτσι που να χάνεται κανείς και να μην ξέρει ποιος μιλάει με ποιον και τι συμβαίνει πού. Μέσα σε αυτόν τον λαβύρινθο, δεν είναι πάντα εύκολο να παρακολουθήσεις τη διαδρομή και να ξετυλίξεις το νήμα. Μάλλον λοιπόν όλοι όσοι το διάβασαν υπέθεσαν ότι το τέλος του έργου κρέμεται στον αέρα, επειδή έτσι το θέλησε ο συγγραφέας – άλλωστε δεν είχαν λόγο να υποθέσουν κάτι άλλο!
Κλείνω με την ευχή να συντρέξουν σύντομα οι κατάλληλες συνθήκες για να εκδοθεί το Conversación en la Catedral πλήρες στα ελληνικά και με ένα δωράκι σχετικά με την προφορά και τη μεταγραφή του επωνύμου του συγγραφέα: Λιόσα ή Γιόσα;