Προηγούμενη ανάρτηση: Ο ιστορητής - Ανατομία μιας μετάφρασης: Αντιφάσεις
Tο ύφος ίσως να είναι το χαρακτηριστικό ενός κειμένου που δυσκολότερα μπορεί να περιγραφεί και κατά συνέπεια να μεταφραστεί, να αποδοθεί δηλαδή με μια άλλη γλώσσα. Στην πραγματικότητα, έχω την φρικτή υποψία - για να μην πω βεβαιότητα - ότι το ύφος δεν μεταφράζεται. Αυτή η σκέψη όμως μπορεί να μας οδηγήσει σε μια ευρύτερη συζήτηση γύρω από το αν η μετάφραση είναι στην ουσία εφικτή ή όχι, συζήτηση που ξεφεύγει από τα όρια της παρούσας ανάρτησης και που έχει ήδη απασχολήσει κατά κόρον λογίους και ακαδημαϊκούς.
Το κείμενο του Λιόσα, όπως κάθε κείμενο, είχε το προσωπικό του ύφος, και ήταν δική μου δουλειά να το αποδώσω στα ελληνικά. Το συγκεκριμένο βιβλίο όμως διέφερε αρκετά από τα άλλα βιβλία του ίδιου συγγραφέα.
Ο Λιόσα μας έχει συνηθίσει σε ένα πολύ ιδιαίτερο δικό του ύφος που ανέπτυξε ιδιαίτερα στο Πράσινο σπίτι, στο Ο Πανταλεόν και οι επισκέπτριες, στη Γιορτή του τράγου, στην πρώτη του μεγάλη επιτυχία Η πόλη και τα σκυλιά, και αλλού. Το ύφος αυτό χαρακτηρίζεται από συγκεκομμένες προτάσεις και αλληλοεμπλεκόμενους διαλόγους, συνυφασμένα και συνδυασμένα με τέτοιον τρόπο που να έχει κανείς την αίσθηση ότι παρακολουθεί ταυτόχρονα τρεις ή περισσότερες ιστορίες να εξελίσσονται μπροστά του σε ισάριθμες οθόνες, και όσο ο ρυθμός εντείνεται τόσο οι φράσεις γίνονται πιο σύντομες, πιο συντετμημένες, πιο αποσπασματικές, ώσπου νιώθουμε ίλιγγο από τη διαρκή εναλλαγή των ιστοριών.
Ένα άλλο τυπικό ύφος του Λιόσα είναι αυτό που χρησιμοποιεί στα ερωτικά του μυθιστορήματα, όπως είναι το Μητριάς εγκώμιο και τα Τετράδια του δον Ριγοβέρτο. Πρόκειται για ένα ανάλαφρο, παιχνιδιάρικο τόνο, που φέρνει στο νου ερωτικά κείμενα του δεκάτου ενάτου αιώνος ή περιπέτειες του Καζανόβα. Οι ερωτικές περιγραφές είναι αισθησιακές χωρίς να γίνονται ποτέ χυδαίες, περιγραφικές χωρίς να εκπίπτουν σε μάθημα ανατομίας, υπαινικτικές χωρίς να γίνονται ψευδοσεμνότυφες.
Σε άλλα βιβλία του, όπως το Ο παράδεισος στην άλλη γωνία και το πρόσφατο Όνειρο του κέλτη χρησιμοποιεί την κλασσική τεχνική των παράλληλων αφηγήσεων σε διαφορετικές χρονικές στιγμές και από την οπτική γωνία διαφορετικών προσώπων. Εννοείται ότι σε κάθε βιβλίο συνδυάζει τα διάφορα στυλ, τα παραλλάσσει και τα διαφοροποιεί.
Στον Ιστορητή, όμως, δημιουργεί ένα ύφος καινούριο, ξεχωριστό, αποκλειστικά για τις ανάγκες αυτής της ιστορίας. Στην πραγματικότητα, έχουμε δύο διαφορετικά στυλ: ένα για τον "πολιτισμένο", εξευρωπαϊσμένο, δυτικότροπο αφηγητή, που είναι ο ίδιος ο Λιόσα, και ένα για τον "πρωτόγονο", άγριο ιθαγενή, που αφηγείται τις ιστορίες του κόσμου του. Το πρώτο θυμίζει ημερολόγιο ή ακόμη και χρονογράφημα σε κάποια σημεία και δίνει την εντύπωση μιας προσωπικής αφήγησης σύγχρονου ανθρώπου χωρίς μεγάλες λογοτεχνικές φιλοδοξίες. Το δεύτερο είναι τελείως διαφορετικό: σύνταξη, γραμματική, λεξιλόγιο, όλα είναι ανοίκεια, όλα δίνουν ένα ρυθμό και μια μελωδία ξένη στα αυτιά μας, κυματιστή και κομματιαστή, διαφορετική από οτιδήποτε έχουμε συνηθίσει. Δίχως να θέλω διόλου να υποτιμήσω τη σημασία αλλά και τις δυσκολίες του πρώτου στυλ (γιατί συχνά το φαινομενικά οικείο μας ξεγελά και δεν του δίνουμε την πρέπουσα σημασία), αυτό που περισσότερο με απασχόλησε και με προβλημάτισε ήταν το δεύτερο.
Πώς να μιλήσεις με τη φωνή ενός ανθρώπου της νεολιθικής εποχής? Πώς να αποδώσεις τον τρόπο ενός πολιτισμού τόσο ξένου? Πώς να μπεις στο πετσί μιας κουλτούρας τόσο μακρινής, όχι μόνο στον χώρο αλλά και στον χρόνο?
Στην πραγματικότητα, αντιμετώπιζα με τη σειρά μου το ίδιο πρόβλημα που είχε αντιμετωπίσει κατά ομολογία του και ο ίδιος ο Λιόσα: "Πώς μπορούσα να γράψω μια ιστορία για τους ιστορητές χωρίς να γνωρίζω ούτε στο περίπου τις πεποιθήσεις, τους μύθους, τις συνήθειες, την ιστορία τους; [...] Είχα μουτζουρώσει τετράδια και είχα περάσει ώρες στην πλατεία του Τροκαντερό, στη βιβλιοθήκη και στις βιτρίνες του Μουσείου του Ανθρώπου, προσπαθώνατς να τους καταλάβω και να τους πλησιάσω, αλλά μάταια. Επινοημένες καθώς ήταν από μένα, οι φωνές των ιστορητών ακούγονταν παράτονες." Ο άνθρωπος που έλεγε ιστορίες, κεφάλαιο IV, σελ. 105-106).
Δεν αρκούσε λοιπόν να διαβάσω το πρωτότυπο του Λιόσα. Έπρεπε, με κάποιον τρόπο, να βρω το πρωτότυπο του ίδιου του ιστορητή. Έπρεπε να ακούσω τη φωνή των Ματσιγκένγκα.
Πώς όμως να το κάνω αυτό? Με δεδομένο το υψηλό κόστος των εισιτηρίων για την Αμαζονία και τις δυσκολίες ενός ταξιδιού στη ζούγκλα, κατέφυγα κι εγώ, όπως και ο Λιόσα, στη βιβλιογραφία. Έχοντας στη διάθεσή μου ένα εργαλείο όπως το διαδίκτυο, το πράγμα ήταν ευτυχώς σχετικά εύκολο. Συγκέντρωσα ό,τι κείμενα μπορούσα να βρω για εκείνους, μεταξύ άλλων και τα γραπτά των δομηνικανών ιεραπόστολων καθώς και το λεξικό των Βαπτιστών γλωσσολόγων και που αναφέρονται στο μυθιστόρημα. Σε ορισμένα κείμενα υπήρχαν καταγεγραμμένοι αυτολεξεί ορισμένοι μύθοι των Ματσιγκένγκα (τους οποίους σκοπεύω να μεταφράσω και να παραθέσω σε επόμενη ανάρτηση) και σε κάποιες ιστοσελίδες υπήρχαν ηχογραφημένα αποσπάσματα από τη μετάφραση της Βίβλου των Βαπτιστών ιεραποστόλων, με τη φωνή των Ματσιγκένγκα.
Άκουσα και ξανάκουσα αυτά τα αποσπάσματα, προσπαθώντας όχι μόνο να πιάσω τη σωστή προφορά των λέξεων (γιατί οι λέξεις της γλώσσας Ματσιγκένγκα ήταν γραμμένες διαφορετικά στο βιβλίο του Λιόσα και διαφορετικά στο λεξικό της κυρίας Σνελ, με αποτέλεσμα να μπω σε δίλημμα για τη μεταγραφή τους), αλλά να πιάσω το ρυθμό και τη μουσική της γλώσσας, να πιάσω κάτι από το αδιόρατο πνεύμα αυτού του μακρινού λαού.
Όλα αυτά, για μένα, είναι αναγκαία προετοιμασία για μια μετάφραση. Η κατάδυση στον κόσμο του κειμένου προϋποθέτει εμβάθυνση σε όλα τα στοιχεία που τον απαρτίζουν. Διαβάζεις ένα κείμενο ξανά και ξανά, το αφήνεις να σε διαποτίσει, το παρατάς και το ξαναπιάνεις, στρέφεις για λίγο την προσοχή σου σε άλλα θέματα, και κάποια μέρα κάθεσαι στον υπολογιστή, ανοίγεις το βιβλίο και γράφεις, γράφεις, και είναι σα να μη γράφεις εσύ, σάμπως τα δάχτυλά σου να γνωρίζουν από μόνα τους τι πρέπει να γράψουν, λες και κάποιο άγνωστο πνεύμα σε έχει καταλάβει και σου υπαγορεύει το κείμενο. Είναι κάπως σα ν' αφήνεσαι να λικνιστείς στο ρυθμό μιας μελωδίας που σε ξεσηκώνει, ή στο ρυθμό μιας ερωτικής περίπτυξης. Ακολουθείς να βήματα του καβαλιέρου σου, συντονίζεις τις κινήσεις σου με εκείνες του εραστή σου, και το κείμενο ρέει, ρέει ασταμάτητα και πρέπει μόνο να προσέξεις να μη σταματήσεις, να μην κοιτάξεις κάτω, γιατί βαδίζεις πάνω σε τεντωμένο σχοινί χωρίς δίχτυ ασφαλείας, και το μόνο που σε σώζει είναι να προχωρείς σταθερά μπροστά.
Φυσικά αυτό δεν σε απαλλάσσει από την επεξεργασία του κειμένου: μπορεί να μεταφράζω έτσι, αλλά μετά ξαναδιαβάζω, και ξαναδιαβάζω, και σβήνω και ξαναγράφω, σε βαθμό που το αρχικό κείμενο, καρπός της έμπνευσης ή της έκστασης αν θέλετε, να γίνεται πολλές φορές αγνώριστο. Και όμως δεν θα μπορούσα να κάνω το ένα δίχως το άλλο: χρειάζομαι και το ανεξέλεγκτο εκστατικό ταξίδι, και την προσγειωμένη ορθολογιστική κατεργασία.
Αλλά γι' αυτό θα μιλήσω στην επόμενη ανάρτηση:
Ο ιστορητής - Ανατομία μιας μετάφρασης: Mεταφραστικές επιλογές
Ο κατάλογος όλων των αναρτήσεων που αφορούν το βιβλίο "Ο άνθρωπος που έλεγε ιστορίες" βρίσκεται στην ανάρτηση Ο ιστορητής - Εισαγωγή.
Tο ύφος ίσως να είναι το χαρακτηριστικό ενός κειμένου που δυσκολότερα μπορεί να περιγραφεί και κατά συνέπεια να μεταφραστεί, να αποδοθεί δηλαδή με μια άλλη γλώσσα. Στην πραγματικότητα, έχω την φρικτή υποψία - για να μην πω βεβαιότητα - ότι το ύφος δεν μεταφράζεται. Αυτή η σκέψη όμως μπορεί να μας οδηγήσει σε μια ευρύτερη συζήτηση γύρω από το αν η μετάφραση είναι στην ουσία εφικτή ή όχι, συζήτηση που ξεφεύγει από τα όρια της παρούσας ανάρτησης και που έχει ήδη απασχολήσει κατά κόρον λογίους και ακαδημαϊκούς.
Το κείμενο του Λιόσα, όπως κάθε κείμενο, είχε το προσωπικό του ύφος, και ήταν δική μου δουλειά να το αποδώσω στα ελληνικά. Το συγκεκριμένο βιβλίο όμως διέφερε αρκετά από τα άλλα βιβλία του ίδιου συγγραφέα.
Ο Λιόσα μας έχει συνηθίσει σε ένα πολύ ιδιαίτερο δικό του ύφος που ανέπτυξε ιδιαίτερα στο Πράσινο σπίτι, στο Ο Πανταλεόν και οι επισκέπτριες, στη Γιορτή του τράγου, στην πρώτη του μεγάλη επιτυχία Η πόλη και τα σκυλιά, και αλλού. Το ύφος αυτό χαρακτηρίζεται από συγκεκομμένες προτάσεις και αλληλοεμπλεκόμενους διαλόγους, συνυφασμένα και συνδυασμένα με τέτοιον τρόπο που να έχει κανείς την αίσθηση ότι παρακολουθεί ταυτόχρονα τρεις ή περισσότερες ιστορίες να εξελίσσονται μπροστά του σε ισάριθμες οθόνες, και όσο ο ρυθμός εντείνεται τόσο οι φράσεις γίνονται πιο σύντομες, πιο συντετμημένες, πιο αποσπασματικές, ώσπου νιώθουμε ίλιγγο από τη διαρκή εναλλαγή των ιστοριών.
Ένα άλλο τυπικό ύφος του Λιόσα είναι αυτό που χρησιμοποιεί στα ερωτικά του μυθιστορήματα, όπως είναι το Μητριάς εγκώμιο και τα Τετράδια του δον Ριγοβέρτο. Πρόκειται για ένα ανάλαφρο, παιχνιδιάρικο τόνο, που φέρνει στο νου ερωτικά κείμενα του δεκάτου ενάτου αιώνος ή περιπέτειες του Καζανόβα. Οι ερωτικές περιγραφές είναι αισθησιακές χωρίς να γίνονται ποτέ χυδαίες, περιγραφικές χωρίς να εκπίπτουν σε μάθημα ανατομίας, υπαινικτικές χωρίς να γίνονται ψευδοσεμνότυφες.
Σε άλλα βιβλία του, όπως το Ο παράδεισος στην άλλη γωνία και το πρόσφατο Όνειρο του κέλτη χρησιμοποιεί την κλασσική τεχνική των παράλληλων αφηγήσεων σε διαφορετικές χρονικές στιγμές και από την οπτική γωνία διαφορετικών προσώπων. Εννοείται ότι σε κάθε βιβλίο συνδυάζει τα διάφορα στυλ, τα παραλλάσσει και τα διαφοροποιεί.
Στον Ιστορητή, όμως, δημιουργεί ένα ύφος καινούριο, ξεχωριστό, αποκλειστικά για τις ανάγκες αυτής της ιστορίας. Στην πραγματικότητα, έχουμε δύο διαφορετικά στυλ: ένα για τον "πολιτισμένο", εξευρωπαϊσμένο, δυτικότροπο αφηγητή, που είναι ο ίδιος ο Λιόσα, και ένα για τον "πρωτόγονο", άγριο ιθαγενή, που αφηγείται τις ιστορίες του κόσμου του. Το πρώτο θυμίζει ημερολόγιο ή ακόμη και χρονογράφημα σε κάποια σημεία και δίνει την εντύπωση μιας προσωπικής αφήγησης σύγχρονου ανθρώπου χωρίς μεγάλες λογοτεχνικές φιλοδοξίες. Το δεύτερο είναι τελείως διαφορετικό: σύνταξη, γραμματική, λεξιλόγιο, όλα είναι ανοίκεια, όλα δίνουν ένα ρυθμό και μια μελωδία ξένη στα αυτιά μας, κυματιστή και κομματιαστή, διαφορετική από οτιδήποτε έχουμε συνηθίσει. Δίχως να θέλω διόλου να υποτιμήσω τη σημασία αλλά και τις δυσκολίες του πρώτου στυλ (γιατί συχνά το φαινομενικά οικείο μας ξεγελά και δεν του δίνουμε την πρέπουσα σημασία), αυτό που περισσότερο με απασχόλησε και με προβλημάτισε ήταν το δεύτερο.
Πώς να μιλήσεις με τη φωνή ενός ανθρώπου της νεολιθικής εποχής? Πώς να αποδώσεις τον τρόπο ενός πολιτισμού τόσο ξένου? Πώς να μπεις στο πετσί μιας κουλτούρας τόσο μακρινής, όχι μόνο στον χώρο αλλά και στον χρόνο?
Στην πραγματικότητα, αντιμετώπιζα με τη σειρά μου το ίδιο πρόβλημα που είχε αντιμετωπίσει κατά ομολογία του και ο ίδιος ο Λιόσα: "Πώς μπορούσα να γράψω μια ιστορία για τους ιστορητές χωρίς να γνωρίζω ούτε στο περίπου τις πεποιθήσεις, τους μύθους, τις συνήθειες, την ιστορία τους; [...] Είχα μουτζουρώσει τετράδια και είχα περάσει ώρες στην πλατεία του Τροκαντερό, στη βιβλιοθήκη και στις βιτρίνες του Μουσείου του Ανθρώπου, προσπαθώνατς να τους καταλάβω και να τους πλησιάσω, αλλά μάταια. Επινοημένες καθώς ήταν από μένα, οι φωνές των ιστορητών ακούγονταν παράτονες." Ο άνθρωπος που έλεγε ιστορίες, κεφάλαιο IV, σελ. 105-106).
Δεν αρκούσε λοιπόν να διαβάσω το πρωτότυπο του Λιόσα. Έπρεπε, με κάποιον τρόπο, να βρω το πρωτότυπο του ίδιου του ιστορητή. Έπρεπε να ακούσω τη φωνή των Ματσιγκένγκα.
Πώς όμως να το κάνω αυτό? Με δεδομένο το υψηλό κόστος των εισιτηρίων για την Αμαζονία και τις δυσκολίες ενός ταξιδιού στη ζούγκλα, κατέφυγα κι εγώ, όπως και ο Λιόσα, στη βιβλιογραφία. Έχοντας στη διάθεσή μου ένα εργαλείο όπως το διαδίκτυο, το πράγμα ήταν ευτυχώς σχετικά εύκολο. Συγκέντρωσα ό,τι κείμενα μπορούσα να βρω για εκείνους, μεταξύ άλλων και τα γραπτά των δομηνικανών ιεραπόστολων καθώς και το λεξικό των Βαπτιστών γλωσσολόγων και που αναφέρονται στο μυθιστόρημα. Σε ορισμένα κείμενα υπήρχαν καταγεγραμμένοι αυτολεξεί ορισμένοι μύθοι των Ματσιγκένγκα (τους οποίους σκοπεύω να μεταφράσω και να παραθέσω σε επόμενη ανάρτηση) και σε κάποιες ιστοσελίδες υπήρχαν ηχογραφημένα αποσπάσματα από τη μετάφραση της Βίβλου των Βαπτιστών ιεραποστόλων, με τη φωνή των Ματσιγκένγκα.
Άκουσα και ξανάκουσα αυτά τα αποσπάσματα, προσπαθώντας όχι μόνο να πιάσω τη σωστή προφορά των λέξεων (γιατί οι λέξεις της γλώσσας Ματσιγκένγκα ήταν γραμμένες διαφορετικά στο βιβλίο του Λιόσα και διαφορετικά στο λεξικό της κυρίας Σνελ, με αποτέλεσμα να μπω σε δίλημμα για τη μεταγραφή τους), αλλά να πιάσω το ρυθμό και τη μουσική της γλώσσας, να πιάσω κάτι από το αδιόρατο πνεύμα αυτού του μακρινού λαού.
Όλα αυτά, για μένα, είναι αναγκαία προετοιμασία για μια μετάφραση. Η κατάδυση στον κόσμο του κειμένου προϋποθέτει εμβάθυνση σε όλα τα στοιχεία που τον απαρτίζουν. Διαβάζεις ένα κείμενο ξανά και ξανά, το αφήνεις να σε διαποτίσει, το παρατάς και το ξαναπιάνεις, στρέφεις για λίγο την προσοχή σου σε άλλα θέματα, και κάποια μέρα κάθεσαι στον υπολογιστή, ανοίγεις το βιβλίο και γράφεις, γράφεις, και είναι σα να μη γράφεις εσύ, σάμπως τα δάχτυλά σου να γνωρίζουν από μόνα τους τι πρέπει να γράψουν, λες και κάποιο άγνωστο πνεύμα σε έχει καταλάβει και σου υπαγορεύει το κείμενο. Είναι κάπως σα ν' αφήνεσαι να λικνιστείς στο ρυθμό μιας μελωδίας που σε ξεσηκώνει, ή στο ρυθμό μιας ερωτικής περίπτυξης. Ακολουθείς να βήματα του καβαλιέρου σου, συντονίζεις τις κινήσεις σου με εκείνες του εραστή σου, και το κείμενο ρέει, ρέει ασταμάτητα και πρέπει μόνο να προσέξεις να μη σταματήσεις, να μην κοιτάξεις κάτω, γιατί βαδίζεις πάνω σε τεντωμένο σχοινί χωρίς δίχτυ ασφαλείας, και το μόνο που σε σώζει είναι να προχωρείς σταθερά μπροστά.
Φυσικά αυτό δεν σε απαλλάσσει από την επεξεργασία του κειμένου: μπορεί να μεταφράζω έτσι, αλλά μετά ξαναδιαβάζω, και ξαναδιαβάζω, και σβήνω και ξαναγράφω, σε βαθμό που το αρχικό κείμενο, καρπός της έμπνευσης ή της έκστασης αν θέλετε, να γίνεται πολλές φορές αγνώριστο. Και όμως δεν θα μπορούσα να κάνω το ένα δίχως το άλλο: χρειάζομαι και το ανεξέλεγκτο εκστατικό ταξίδι, και την προσγειωμένη ορθολογιστική κατεργασία.
Αλλά γι' αυτό θα μιλήσω στην επόμενη ανάρτηση:
Ο ιστορητής - Ανατομία μιας μετάφρασης: Mεταφραστικές επιλογές
Ο κατάλογος όλων των αναρτήσεων που αφορούν το βιβλίο "Ο άνθρωπος που έλεγε ιστορίες" βρίσκεται στην ανάρτηση Ο ιστορητής - Εισαγωγή.
Πόσο χαίρομαι αυτό το μπλογκ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΧάρη σ' αυτό, διαβάζω τώρα τον Hablador. Και το να διαβάζω παράλληλα και την εμπειρία της μεταφράστριας (ακόμα και με ρίσκο να πέσω πάνω σε spoiler, χε χε) είναι κάτι πάρα πολύ ενδιαφέρον.
Σας ευχαριστώ και για τη μετάφραση και για το μπλογκ!
Καλώς τον ανώνυμο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕννοείς ότι το διαβάζεις στα ισπανικά? Την καλύτερη δουλειά κάνεις. Πες μου εντυπώσεις από το βιβλίο.
Μετά από μία ή δύο αναρτήσεις θα βάλω και τις υποσημειώσεις μου συγκεντρωμένες, σαν γλωσσάρι, οπότε θα μπορείς να τις έχεις για αναφορά.
Θα βάλω επίσης και τη βιβλιογραφία που χρησιμοποίησα (αν και καθένας μπορεί φυσικά να τη βρει στο δίκτυο, ας είναι καλά ο γούγλης).
Όχι, το διαβάζω από τη μετάφρασή σου, απλά βαριόμουν να γράψω τον ελληνικό τίτλο και έγραψα τον ισπανικό. Μέχρι στιγμής, το βιβλίο είναι μαγικό, πάντως. Δεν ξέρω ισπανικά, να είσαι σίγουρη, όμως, ότι ειδικά τα κομμάτια του Ιστορητή λειτουργούν απίστευτα! Αφού νομίζω ότι ακούω πατημασιές γυμνών ποδιών πάνω σε φύλλα την ώρα που διαβάζω! Στην αρχή με ξένιζαν τα "-όντουσαν" (κουραζόντουσαν αντί κουράζονταν, πχ) αλλά όντως η επιλογή σου είναι πέρα για πέρα εύλογη!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠερισσότερα όταν το τελειώσω (δεν έχω χρόνο γμτ αλλιώς θα το είχα πιεί μονορούφι...)
Ανώνυμος που βαριέται να κάνει λογαριασμό γκουγκλ
Α ναι τα -όντουσαν και τα σχετικά, θα μιλήσω γι' αυτά στην επόμενη ανάρτηση. Είναι σκόπιμα, όπως κατάλαβες, κι έχουν να κάνουν με το ιδιαίτερο ύφος της αφήγησης.
ΑπάντησηΔιαγραφή